Αρεκοειδή | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||
| ||||||||||
Συνώνυμα | ||||||||||
Palmae (Φοίνικες) |
Τα αρεκοειδή (Arecaceae) ή φοίνικες (Palmae) είναι οικογένεια πολυετών μονοκοτυλήδονων φυτών. Περιλαμβάνει αναρριχητικά φυτά, θάμνους και ψηλά δενδρόμορφα είδη, σχεδόν όλα όμως είναι γνωστά με την κοινή ονομασία φοινικιές ή φοινικοειδή. Τα δενδρόμορφα είδη αποκαλούνται και φοινικόδεντρα, ενώ η λέξη «φοίνικας» (Phoenix) αναφέρεται σε συγκεκριμένο γένος αρεκοειδών. Σήμερα αναγνωρίζονται γενικώς 181 γένη με συνολικά περίπου 2.600 είδη αρεκοειδών. Τα περισσότερα περιορίζονται σε τροπικά ή υποτροπικά κλίματα. Πέρα από αυτό τον βασικό περιορισμό ωστόσο, τα αρεκοειδή επιδεικνύουν τεράστια διαφοροποίηση στα φυσικά χαρακτηριστικά τους, με αποτέλεσμα να φύονται σχεδόν σε κάθε τύπο ενδιαιτημάτων, από τα πιο υγρά δάση βροχής μέχρι τις ερήμους. Οι περισσότερες φοινικιές ξεχωρίζουν εύκολα από τα χαρακτηριστικά μεγάλα, σύνθετα και αειθαλή φύλλα τους, που είναι διατεταγμένα στην κορυφή ενός στελέχους χωρίς κλαδιά (δεν είναι πραγματικός κορμός, για αυτό και τα φοινικόδεντρα δεν είναι πραγματικά δέντρα). Απαντάται σε διάφορα βασικά είδη: του ισημερινού δάσους, παραποτάμια και παραλίμνια είδη της σαβάνας (π.χ. Φοίνικας Ντουμ (Hyphaene thebaica), Φοίνικας Κορκόπετς), είδη των ερήμων (κυρίως της Σαχάρας και της Μέσης Ανατολής). Υπάρχουν επίσης ο Phoenix dactylifera ή χουρμαδιά, δύο μεσογειακά είδη από τα οποία το ένα είναι ο φοίνικας του Θεοφράστου (Phoenix theophrasti) και το άλλο, ένα είδος νάνου φοίνικα, τον χαμαίρωπα της μεσογείου (Chamaerops humilis) με βενταλόσχημα φύλλα, που φυτρώνει στην δυτική λεκάνη της μεσογείου. Τέλος ένα γνωστό είδος «χουρμαδιάς» στα Κανάρια Νησιά, ο Phoenix canariensis.
Οι φοινικιές είναι από τα γνωστότερα και εκτενέστερα καλλιεργούμενα φυτά. Υπήρξαν σημαντικά για τον άνθρωπο επί μεγάλο μέρος της ιστορίας του. Πολλά διαδεδομένα προϊόντα και τρόφιμα εξάγονται από αρεκοειδή. Τις τελευταίες δεκαετίες φυτεύονται ευρύτατα και για τη διαμόρφωση του τοπίου. Σε πολλούς πολιτισμούς, εξαιτίας της οικονομικής σημασίας τους, οι φοινικιές απετέλεσαν με τα φύλλα τους σύμβολα εννοιών όπως η νίκη και η ειρήνη. Για τους κατοίκους των ψυχρότερων κλιμάτων σήμερα, οι φοινικιές συμβολίζουν τους τροπικούς και τις εξωτικές διακοπές.
Η λέξη «αρεκοειδή» προέρχεται από τη λέξη αρέκα (σήμερα ονομασία γένους φυτών της οικογένειας), η οποία με τη σειρά της προήλθε από την πορτογαλική γλώσσα και τα μαλαγιαλάμ, όπου അടയ്ക്ക (= aṭaykka) είναι η συνεπτυγμένη μορφή της αρχαίας δραβιδικής φράσεως aṭ-ay-kkāy, που σημαίνει «καρύδα της αρέκα».
Σε κάθε τους μορφή, οι φοινικιές έχουν δύο μεθόδους αναπτύξεως: τη μοναχική ή μονόστηλη και την πολυαξονική ανάπτυξη. Η συνήθης μορφή είναι εκείνη ενός μοναχικού στελέχους που καταλήγει σε μια στεφάνη φύλλων. Γένη που περιορίζονται σε μονόστηλη ανάπτυξη είναι μεταξύ άλλων η ουασινγκτονία και η ροϋστονία. Ωστόσο τα αρεκοειδή μπορούν να φύονται πολυαξονικά: Το στέλεχος αναπτύσσει έναν μασχαλιαίο πλάγιο οφθαλμό σε έναν κόμβο φύλλου, συνήθως κοντά στη βάση του, από τον οποίο ξεπροβάλλει ένα νέο στέλεχος. Το νέο στέλεχος με τη σειρά του αναπτύσσει μασχαλιαίο πλάγιο οφθαλμό και προκύπτει έτσι μια συστάδα στελεχών. Αποκλειστικώς πολυαξονικά γένη είναι πολλά από τα λεγόμενα ρατάν. Πολλά γένη διαθέτουν το καθένα τόσο μονόστηλα όσο και πολυαξονικά είδη. Ακόμα και είδη που είναι συνήθως μονόστηλα, μπορεί να αναπτυχθούν πολυαξονικά και αντιστρόφως. Αυτό το γεγονός υποδεικνύει ότι ο φαινότυπος εξαρτάται από ένα και μόνο γονίδιο.
Τα αρεκοειδή είναι όλα αειθαλή φυτά και έχουν μεγάλα φύλλα, που είναι σύνθετα, είτε σε μορφή βεντάλιας, είτε σε μορφή πτίλου (όπως τα πούπουλα των πτηνών), και εκφύονται σπειροειδώς στην κορυφή του στελέχους. Τα φύλλα έχουν σωληνοειδή βάση, που συνήθως ανοίγει στη μία πλευρά στο ώριμο φύλλο. Η ταξιανθία είναι σπάδιξ ή στάχυς, περιβαλλόμενη από ένα ή περισσότερα βράκτια, συχνά μεγάλα και καλυπτικά (σπάθη), που καθίστανται ξυλώδη στα ώριμα άνθη. Τα άνθη είναι γενικώς μικρά και λευκά, αξονικώς συμμετρικά και μονόκλινα (ερμαφρόδιτα) ή δίκλινα. Τα σέπαλα και τα πέταλα είναι συνήθως τρία και τρία, που μπορεί να ενώνονται στη βάση ή να είναι διακριτά. Οι στήμονες είναι γενικώς 6 τον αριθμό. Ο καρπός είναι συνήθως δρύπη με έναν μόνο σπόρο, αλλά ορισμένη γένη (π.χ. η σαλάκα) μπορεί να περιέχουν δύο ή περισσότερους σπόρους σε κάθε καρπό.
Καθώς συμβαίνει με όλα τα μονοκοτυλήδονα, τα φοινικοειδή δεν έχουν την ικανότητα να αυξάνουν το πάχος ενός στελέχους (δευτερογενής ανάπτυξη) με το ίδιο είδος αγγειακού κάμβιου που βρίσκεται στα άλλα ξυλώδη φυτά. Αυτό εξηγεί το κυλινδρικό σχήμα του «κορμού» (σχεδόν σταθερή διάμετρος) που παρατηρείται συχνά στα φοινικόδεντρα, αντίθετα με τα δέντρα. Ωστόσο, πολλά είδη, όπως μερικά άλλα μονοκοτυλήδονα, εμφανίζουν δευτερογενής ανάπτυξη, έστω και αν δεν προκύπτει από ένα αγγειακό κάμβιο, που παράγει ξύλωμα προς τα μέσα και φλοιό προς τα έξω, και για αυτό αποκαλείται συχνά «ανώμαλη δευτερογενής ανάπτυξη».
Τα αρεκοειδή είναι αξιοσημείωτα ανάμεσα σε όλα τα μονοκοτυλήδονα για το μεγάλο ύψος τους και για το μεγάλο μέγεθος των σπόρων τους, των φύλλων τους και των ταξιανθιών τους. Το είδος Ceroxylon quindiuense, που θεωρείται «εθνικό δέντρο» της Κολομβίας, είναι το υψηλότερο μονοκοτυλήδονο στον κόσμο, φθάνοντας σε ύψος τα 60 μέτρα. Ο παράλιος κοκοφοίνικας (Lodoicea maldivica) έχει τους μεγαλύτερους σπόρους σε ολόκληρο το φυτικό βασίλειο, 40 έως 50 εκατοστόμετρα σε διάμετρο και με βάρος 15 έως 30 κιλά ο καθένας. Τα είδη του γένους ράφια έχουν τα μεγαλύτερα φύλλα επίσης από κάθε άλλο φυτό, μέχρι 25 μέτρα σε μήκος και τρία μέτρα σε πλάτος. Τα είδη του γένους Corypha έχουν τις μεγαλύτερες ταξιανθίες από κάθε άλλο φυτό, μήκους έως και 7,5 μέτρων, οι οποίες περιέχουν εκατομμύρια από μικρά άνθη.
Τα περισσότερα φοινικοειδή είναι ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών χωρών. Ευδοκιμούν ιδιαιτέρως σε υγρά και θερμά μέρη, αλλά φύονται σε ποικιλία ενδιαιτημάτων. Τα περισσότερα είδη βρίσκονται σε υγρά δάση μικρού υψομέτρου. Η Νότια Αμερική, η Καραϊβική και περιοχές του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού και της νότιας Ασίας είναι περιοχές με μεγάλη συγκέντρωση. Η Κολομβία έχει πιθανώς τον μεγαλύτερο αριθμό ειδών της οικογένειας σε μία μόνο χώρα. Υπάρχουν και είδη ιθαγενή ερήμων, όπως της Αραβίας και του βορειοδυτικού Μεξικού. Μόλις περί τα 130 είδη από τα 2.600 της οικογένειας φύονται αποκλειστικά εκτός της τροπικής ζώνης, κυρίως σε υγρά υποτροπικά μέρη με πολύ μικρό υψόμετρο, αλλά και υψηλότερα στη νότια Ασία ή σε περιθωρικές στεριές της Μεσογείου: Το βορειότερα αυτοφυώς απαντώμενο είδος είναι ο χαμαίρωψ ο χαμηλός, που φθάνει στον 44ο παράλληλο κατά μήκος των ακτών της Λιγουρίας, στη βόρεια Ιταλία. Στο Νότιο Ημισφαίριο το νοτιότερο είδος είναι το Rhopalostylis sapida, που φθάνει επίσης τις 44° σε νότιο πλάτος, στις Νήσους Τσάταμ, όπου επικρατεί ωκεάνιο κλίμα. Η καλλιέργεια φοινικοειδών είναι δυνατή ακόμα βορειότερα, με κάποιες περιοχές όπως η Ιρλανδία, η Αγγλία, ακόμα και η Σκωτία, να έχουν λίγους φοίνικες σε προστατευμένες από το ψύχος τοποθεσίες και μικροκλίματα.
Πάντως περισσότερα από τα δύο τρίτα των ειδών της οικογένειας φύονται σε υγρά και θερμά δάση, όπου μερικά φθάνουν σε αρκετό ύψος ώστε να αποτελούν μέρος του δασικού θόλου. Ορισμένα είδη στέκουν μόνα τους σε βαλτοτόπια, όπως το Raphia hookeri, συνηθισμένο σε παραλιακούς βάλτους γλυκού νερού στη Δυτική Αφρική. Τροπικά ορεινά είδη ζουν σε υψόμετρα μεγαλύτερα του ενός χιλιομέτρου, όπως τα είδη του γένους κηρόξυλο, που είναι ενδημικό των Άνδεων. Φοινικοειδή υπάρχουν και σε λιβάδια ή θαμνότοπους, συνήθως εξαρτώμενα από μια πηγή νερού, καθώς και σε οάσεις ερήμων, όπως η χουρμαδιά. Λίγα είδη είναι προσαρμοσμένα σε εξαιρετικώς αλκαλικά ασβεστολιθικά εδάφη, ενώ άλλα έχουν προσαρμοσθεί σε εδάφη πολύ φτωχά σε κάλιο ή στην τοξικότητα των βαρέων μετάλλων.
Τα φοινικοειδή είναι μονοφυλετική ομάδα φυτών, δηλαδή η ομάδα αποτελείται από ένα κοινό πρόγονο είδος και όλους τους απογόνους του. Οι εκτεταμένες ταξινομικές έρευνες στην οικογένεια αυτή άρχισαν με τον βοτανολόγο H.E. Moore, ο οποίος την υποδιαίρεσε σε 15 μεγάλες ομάδες με βάση κυρίως γενικά μορφολογικά χαρακτηριστικά. Η ταξινόμηση που ακολουθεί προτάθηκε από τους N.W. Uhl και J. Dransfield το 1987 και αποτελεί μια αναθεώρηση αυτής του Moore. Υποδιαιρεί τα φοινικοειδή σε 6 υποοικογένειες, τις παρακάτω:
Μερικά γενικά δεδομένα σχετικώς με την κάθε υποοικογένεια:
Τα κορυφοειδή είναι η πλέον διαφοροποιημένη υποοικογένεια. Συνιστούν μια παραφυλετική ομάδα, δηλαδή η όλα τα μέλη της έχουν έναν κοινό πρόγονο, αλλά η ομάδα δεν περιλαμβάνει όλους τους απογόνους αυτού. Τα περισσότερα είδη κορυφοειδών έχουν μεμονωμένα άνθη, με τρία και κάποτε τέσσερα καρπόφυλλα. Ο καρπός αναπτύσσεται συνήθως από μόνο ένα από αυτά τα καρπόφυλλα.
Τα καλαμοειδή περιλαμβάνουν τα αναρριχητικά φοινικοειδή, όπως τα ρατάν. Τα φύλλα εκφύονται συνήθως πτερυγωτά. Ομόλογα χαρακτηριστικά είναι μεταξύ άλλων ακίδες σε διάφορα όργανα, εξειδικευμένα όργανα για αναρρίχηση και αλληλοεπικαλυπτόμενα «λέπια» που καλύπτουν τον καρπό και την ωοθήκη.
Τα νυποειδή περιλαμβάνουν μόνο ένα είδος, το Nypa fruticans, το μοναδικό φοινικοειδές του οποίου οι ρίζες είναι μονίμως κάτω από το νερό. Ο καρπός παρουσιάζει το ασυνήθιστο χαρακτηριστικό ότι επιπλέει στο νερό και το στέλεχος διακλαδίζεται στα δύο, κάτι επίσης ασυνήθιστο στα φοινικοειδή.
Τα κηροξυλοειδή έχουν μικρά έως μεσαίου μεγέθους άνθη, σπειροειδώς διατεταγμένα, με έναν ύπερο που έχει τρία ενωμένα καρπόφυλλα.
Οι αρεκοειδή αποτελούν τη μεγαλύτερη υποοικογένεια, με 6 αρκετά διαφοροποιημένα φύλα (Areceae, Caryoteae, Cocoseae, Geonomateae, Iriarteeae και Podococceae), που περιλαμβάνουν περισσότερα από 100 γένη. Ωστόσο όλα τα φύλα έχουν άνθη διατεταγμένα σε ομάδες των τριών, με ένα κεντρικό θηλυκό και δύο αρσενικά άνθη.
Τα φυτελεφαντοειδή είναι επίσης μόνοικα, με ιδιάζουσες μονοστέλεχες συστάδες ανθέων. Ξεχωριστά χαρακτηριστικά είναι επίσης ύπεροι με 5 έως 10 ενωμένα καρπόφυλλα και άνθη με περισσότερα από τρία μέρη ανά σπονδύλωμα. Οι καρποί έχουν πολλούς σπόρους και τμήματα ο καθένας.
Μέχρι σήμερα οι εκτεταμένες φυλογενετικές μελέτες των αρεκοειδών είναι λίγες. Το 1997 οι Baker κ.ά. διερεύνησαν τις σχέσεις μεταξύ υποοικογενειών και φυλών με χρήση DNA χλωροπλαστών από 60 γένη προερχόμενα από όλες τις υποοικογένειες και φύλα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα καλαμοειδή είναι μονοφυλετικά, ενώ τα κηροξυλοειδή και τα κορυφοειδή είναι παραφυλετικά. Οι σχέσεις των αρεκοειδίδων είναι αβέβαιες, αλλά πιθανώς σχετίζονται στενότερα με τα κηροξυλοειδή και τα φυτελεφαντοειδή. Ωστόσο έχει παρατηρηθεί υβριδισμός μεταξύ ειδών Orbignya και Phoenix, οπότε η χρήση DNA χλωροπλαστών σε τέτοιες έρευνες ίσως να δώσει ανακριβή αποτελέσματα επειδή το DNA των χλωροπλαστών κληρονομείται μόνο από τη «μητρική» πλευρά. Χημικά και μοριακά δεδομένα από DNA που δεν σχετίζεται με οργανίδια του κυττάρου θα μπορούσαν να είναι αποτελεσματικότερα για φυλογενετικές μελέτες των φοινικοειδών.
Με λατινική αλφαβητική σειρά:
Τα αρεκοειδή εμφανίζονται στο «αρχείο» των απολιθωμάτων πριν από περίπου 80 εκατομμύρια έτη, στην ύστερη Κρητιδική περίοδο (είναι η παλαιότερη κατηγορία μονοκοτυλήδονων από όσες δεν έχουν εξαφανισθεί). Τα αρχαιότερα από τα σήμερα υπάρχοντα είδη, όπως τα Nypa fruticans και Acrocomia aculeata, εμφανίσθηκαν πριν από 69 εκατομμύρια έτη, όπως φανερώνεται από απολιθωμένους γυρεόκοκκους του Nypa. Φαίνεται ότι τα φοινικοειδή πέρασαν από μια περίοδο ταχείας προσαρμοστικής διαφοροποιήσεως, ξεκινώντας από ένα αρχικό είδος. Πολλά από τα σημερινά εξειδικευμένα γένη φοινικοειδών παρουσιάσθηκαν μέχρι πριν από 60 εκατομμύρια έτη και διαδόθηκαν πολύ, περισσότερο ακόμα και από τη σημερινή τους γεωγραφική κατανομή. Επειδή τα διαχωρίσθηκαν από τα υπόλοιπα μονοκοτυλήδονα παλαιότερα από άλλες οικογένειες, ανέπτυξαν μεγαλύτερη ενδοοικογενειακή εξειδίκευση και ποικιλομορφία. Με την ανίχνευση της προελεύσεως αυτών των διαφορετικών χαρακτηριστικών των φοινικοειδών στις βασικές δομές των μονοκοτυλήδονων, η οικογένεια μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη για τη μελέτη της εξελίξεως των μονοκοτυλήδονων. Αρκετά είδη φοινικοειδών έχουν ταυτοποιηθεί από άνθη εκατομμυρίων ετών διατηρημένα σε ήλεκτρο (κεχριμπάρι), όπως τα εξαφανισμένα σήμερα είδη Palaeoraphe dominicana και Roystonea palaea. Δεδομένα μπορούν επίσης να αντληθούν από δείγματα απολιθωμένο ξύλο φοινικοειδούς.
Η χρήση προϊόντων που προέρχονται από αρεκοειδή χρονολογείται από τις απαρχές των πρώτων ανθρώπινων πολιτισμών και ίσως και από παλαιότερα. Αρχίζει, όσο γνωρίζουμε, με την καλλιέργεια της χουρμαδιάς από τους λαούς της Μεσοποταμίας και γενικότερα της Μέσης Ανατολής περί το 3000 π.Χ. ή και νωρίτερα. Ξύλο χουρμαδιάς, λάκκοι για την αποθήκευση χουρμάδων και άλλα ίχνη από τη χρήση του φυτού έχουν ανακαλυφθεί σε αρχαιολογικούς τόπους της Μεσοποταμίας. Η χουρμαδιά είχε τεράστια επίδραση στην ιστορία της μέσης Ανατολής. Ο W.H. Barreveld έγραψε:
Μπορούμε να φθάσουμε να ισχυρισθούμε βασίμως ότι, αν δεν υπήρχε η χουρμαδιά, η επέκταση του ανθρώπινου γένους στα καυτά και γυμνά μέρη του Παλαιού Κόσμου θα ήταν πολύ περισσότερο περιορισμένη. Η χουρμαδιά δεν παρείχε απλώς μια τροφή συμπυκνωμένης ενέργειας που μπορούσε εύκολα να αποθηκευθεί και να μεταφερθεί σε μακρά ταξίδια μέσα από ερήμους, αλλά δημιούργησε και ένα λιγότερο αφιλόξενο ενδιαίτημα για τη διαβίωση των ανθρώπων παρέχοντας σκιά και προστασία από τους ανέμους της ερήμου. Επιπροσθέτως, η χουρμαδιά παρείχε ποικιλία προϊόντων για γεωργικές χρήσεις και για την κατασκευή εργαλείων και ειδών του σπιτιού, με σχεδόν όλα τα μέρη του φοίνικα να είναι χρήσιμα.
Μια ένδειξη της σημασίας των φοινικοειδών κατά την αρχαιότητα είναι ότι αναφέρονται πάνω από 30 φορές στη Βίβλο και τουλάχιστον 22 φορές στο Κοράνιο.
Τα αρεκοειδή έχουν και σήμερα μεγάλη οικονομική σημασία, με προϊόντα από τον κοκοφοίνικα (ακόμα και ξύλο), χουρμάδες, έλαια, σιρόπια, καρναουβικό κηρό, καλάμια από ρατάν και άλλα.
Εκτός από τη χουρμαδιά, πολλά άλλα είδη φοινικοειδών είναι χρήσιμα στον άνθρωπο:
Καθώς έχει συμβεί με πολλά άλλα φυτά, τα φοινικοειδή έχουν απειληθεί είτε από την ανθρώπινη επίδραση στο περιβάλλον τους, είτε από την εκμετάλλευσή τους. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα φοινικοειδή είναι η καταστροφή των ενδιαιτημάτων τους, ιδίως στα τροπικά δάση, εξαιτίας της επεκτάσεως των πόλεων, μετατροπής των δασών σε αγρούς και εξορυκτικών δραστηριοτήτων. Οι φοινικιές σπανίως αναπαράγονται μετά από τέτοιες ριζικές αλλαγές στο ενδιαίτημά τους, οπότε εκείνες με μικρές γεωγραφικές κατανομές ενδιαιτήματος είναι οι πλέον τρωτές. Η αποκοπή της «καρδιάς φοινικιάς», που θεωρείται εκλεκτό σαλατικό, συνιστά επίσης απειλή για μη καλλιεργούμενα φυτά, επειδή πρόκειται για το μερίστωμα του φυτού, ένα ζωτικό του μέρος που δεν μπορεί να αναδημιουργηθεί. Η χρήση των ρατάν στην επιπλοποιία έχει προκαλέσει μεγάλη μείωση στον πληθυσμό αυτών των ειδών, που έχει επηρεάσει αρνητικά τις τοπικές και διεθνείς αγορές, όπως και τη βιοποικιλότητα στις περιοχές τους. Η πώληση σπόρων σε φυτώρια και συλλέκτες αποτελεί έναν ακόμα κίνδυνο, καθώς οι σπόροι δημοφιλών ειδών λαμβάνονται απευθείας από φυτά στην άγρια φύση. Το 2006 τουλάχιστον 100 είδη φοινικοειδών θεωρούντο κινδυνεύοντα και εννέα έχουν αναφερθεί ως προσφάτως εξαφανισθέντα.
Από την άλλη, αρκετοί παράγοντες καθιστούν τη διατήρηση των αρεκοειδών δυσκολότερη. Οι σπόροι των περισσότερων ειδών χάνουν τη βιωσιμότητά τους γρήγορα και δεν μπορούν να αποθηκευθούν σε χαμηλές θερμοκρασίες, επειδή το κρύο σκοτώνει το έμβρυο. Η χρήση των βοτανικών κήπων για διατήρηση παρουσιάζει επίσης προβλήματα, καθώς σπανίως μπορούν να φιλοξενήσουν περισσότερα από δυο-τρία φυτά από κάθε είδος ή να προσομοιώσουν πιστά το φυσικό ενδιαίτημα. Επιπλέον, ο κίνδυνος διασταυρούμενης επικονιάσεως μπορεί να οδηγήσει σε υβριδικά είδη.
Η «Ομάδα Ειδικών Φοινικοειδών» (Palm Specialist Group) της Διεθνούς Ενώσεως Προστασίας της Φύσεως (IUCN) συστάθηκε το 1984 και από τότε έχει εκπονήσει τρεις μελέτες για τη διακρίβωση της καταστάσεως των φοινικοειδών στη φύση, της χρησιμοποιήσεως των άγριων φυτών της οικογένεις και αυτών που καλλιεργούνται. Δύο ακόμα προγράμματα επί της διατηρήσεως των φοινικοειδών υπήρχαν από το 1985 μέχρι το 1990 και από το 1986 μέχρι το 1991 με την υποστήριξη του WWF (στην αμερικανική τροπική ζώνη και στη νοτιοανατολική Ασία, αντιστοίχως). Αμφότερα έδωσαν μεγάλη ποσότητα νέων δεδομένων και πολλές ερευνητικές δημοσιεύσεις. Σχέδιο δράσεως για τη διατήρηση των φοινικοειδών δημοσιεύθηκε το 1996 από την IUCN.
Το σπανιότερο γνωστό είδος της οικογένειας που υπάρχει είναι το Hyophorbe amaricaulis: το μοναδικό ζωντανό μέλος του διατηρείται στους Βοτανικούς Κήπους του Κουρεπίπε στη νήσο Μαυρίκιο.
Ορισμένα αρθρόποδα τρέφονται μόνο με ένα συγκεκριμένο είδος ή γένος το καθένα. Τρία από εκείνα που ρημάζουν ποικιλία διαφορετικών ειδών φοινικιών το καθένα είναι το Raoiella indica (ένα ερυθρό αραχνοειδές), το μικρό σκαθάρι Caryobruchus gleditsiae που τρέφεται με σπόρους και το Rhynchophorus ferrugineus, το τρομερό «κόκκινο σκαθάρι», που εξαπλώθηκε στην Ευρώπη τον 21ο αιώνα (αλλά στις μεσογειακές χώρες ήδη από τη δεκαετία του 1990).
Το κλαδί της φοινικιάς, γνωστό ως βάιο, αποτελούσε σύμβολο του θριάμβου και της νίκης στην κλασική αρχαιότητα. Οι Ρωμαίοι βράβευαν πρωταθλητές σε αγώνες και εόρταζαν στρατιωτικούς θριάμβους με βά(γ)ια. Οι πρώτοι Χριστιανοί συμβόλισαν με αυτά τη νίκη των πιστών κατά των εχθρών της ψυχής, ενώ στον Ιουδαϊσμό αντιπροσώπευαν την ειρήνη και την αφθονία. Συνεκδοχική είναι και η θριαμβευτική είσοδος του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα με υποδοχή με βάγια ως «βασιλιά της ειρήνης», που εορτάζεται την ομώνυμη Κυριακή των Βαΐων. Είναι πιθανό ότι η φοινικιά συμβολίζει το Δένδρο της ζωής στην Καμπάλα.
Στην Ινδία οι οροφές των αμαξών Ραθαγιάτρα, που μεταφέρουν τον θεό Κρίσνα και τα μέλη της οικογένιάς του στην εορτή Τζαγκανάθ Πουρί φέρουν το έμβλημα ενός φοινικόδενδρου.
Σήμερα στον Δυτικό κόσμο η μορφή του φοινικόδενδρου, ιδίως του κοκοφοίνικα, συμβολίζει τον «παράδεισο» των τροπικών νησιών. Πέρα από αυτό, φοινικοειδή απεικονίζονται στις σημαίες και εθνόσημα χωρών ή στις σφραγίδες διοικητικών οντοτήτων όπου ευδοκιμούν, όπως της Αϊτής, του Γκουάμ, της Σαουδικής Αραβίας, της Φλόριντα και της Νότιας Καρολίνας.
Αρκετά είδη φυτών αποκαλούνται κοινώς «φοινικιές» χωρίς να ανήκουν στην οικογένεια των αρεκοειδών. Μεταξύ αυτών είναι και τα εξής (με λατινική αλφαβητική σειρά):
|