Θυλακίνος Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων: Πρώιμη Πλειόκαινη έως Ολόκαινη | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Θυλακίνοι στην Ουάσινγκτον το 1903
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Thylacinus cynocephalus (Θυλακίνος ο κυνοκέφαλος) (Harris, 1808) | ||||||||||||||||
Συνώνυμα | ||||||||||||||||
|
Θυλακίνος (διωνυμική ονομασία: Thylacinus cynocephalus, ετυμολογία: αρχαιοελληνικό θύλαξ, σύγχρονο θύλακας) ονομάζεται το μεγαλύτερο γνωστό σαρκοβόρο μαρσιποφόρο της σύγχρονης εποχής. Είναι επίσης γνωστό και ως Τίγρη της Τασμανίας λόγω των λωρίδων στο πίσω μέρος της πλάτης του, ή και ως Λύκος της Τασμανίας. Ζούσε στην ηπειρωτική Αυστραλία, Τασμανία, και Νέα Γουινέα, και θεωρείται πως εξαφανίστηκε τον 20ό αιώνα. Ήταν το τελευταίο μέλος της οικογενείας των Θυλακινιδών (Thylacinidae), ενώ δείγματα άλλων μελών της οικογενείας αυτής έχουν βρεθεί σε απολιθώματα που χρονολογούνται ως και από την πρώιμη Μειόκαινο εποχή.
Ο θυλακίνος είχε γίνει εξαιρετικά σπάνιος ή είχε εξαφανιστεί εντελώς στην ηπειρωτική Αυστραλία πριν τον Βρετανικό εποικισμό της ηπείρου, αλλά κατάφερε να επιζήσει στο νησί της Τασμανίας μαζί με τα άλλα ενδημικά είδη, συμπεριλαμβανομένου του διάβολου της Τασμανίας. Το εντατικό κυνήγι το οποίο ενθαρρυνόταν και από επικηρύξεις για την θανάτωση των ζώων αυτών, θεωρείται γενικά πως είναι υπεύθυνο για την εξαφάνιση του, αλλά πιθανώς να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συντέλεσαν στην εξαφάνιση του, όπως η εισαγωγή σκύλων από τους βρετανούς αποίκους, και η γενικότερη ανθρώπινη παρουσία στον βιότοπό του. Παρά την επίσημη κατηγοριοποίηση του ως εξαφανισμένου, εξακολουθούν να αναφέρονται σποραδικές εμφανίσεις του, αν και ουδεμία έχει αποδειχτεί αδιαμφισβήτητα.
Τα διαθέσιμα στοιχεία από την εποχή που μελετήθηκε το ζώο αυτό, αναφέρουν πως ήταν ένα σχετικά ντροπαλό, νυκτόβιο πλάσμα, με μέγεθος περίπου όσο ενός μεσαίου/μεγάλου σκύλου. Η ουρά του ήταν δύσκαμπτη, διέθετε μάρσιπο, αρκετά παρόμοιου με του καγκουρό -ο οποίος όμως εμφανιζόταν και στα αρσενικά πέρα από τα θηλυκά-, και είχε μια σειρά από σκούρες λωρίδες στο πίσω μέρος του σώματός του, που θύμιζαν τις λωρίδες της τίγρης.
Όπως οι τίγρεις και οι λύκοι του Βορείου Ημισφαιρίου, είδη από τα οποία και απέκτησε δύο από τις κοινές ονομασίες του, ο θυλακίνος ήταν αρπακτικό στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Ως μαρσιποφόρο, δε σχετίζεται στενά με τα θηλαστικά αυτά που διαθέτουν πλακούντα, αλλά λόγω της συγκλίνουσας εξέλιξης που απέκτησαν στο κοινό τους περιβάλλον, μοιράζεται κάποια στοιχεία της μορφής και των προσαρμογών τους. Τα κοντινότερα συγγενικά του αρτίγονα είδη θεωρούνται, είτε ο διάβολος της Τασμανίας είτε το Νούμπατ. Ο θυλακίνος είναι μαζί με το Οπόσουμ του νερού τα μόνα μαρσιποφόρα τα οποία διαθέτουν μάρσιπο και στα δύο φύλα. Το αρσενικό διέθετε μάρσιπο ο οποίος χρησίμευε ως προστατευτική θήκη που κάλυπτε τα εξωτερικά όργανα αναπαραγωγής του, καθώς έτρεχε μέσα στην άγρια βλάστηση. Ο θυλακίνος έχει περιγραφεί ως εξαιρετικά ικανός θηρευτής, λόγω της ικανότητάς του να επιζεί και να κυνηγάει την λεία του σε εξαιρετικά αραιοκατοικημένες περιοχές.
Ο θυλακίνος είναι ένα από τα υποψήφια είδη για κλωνοποίηση καθώς και άλλα εγχειρήματα της μοριακής επιστήμης, μια και εξαφανίστηκε σχετικά πρόσφατα και διασώζονται πολλά καλοδιατηρημένα δείγματά του.
Ο σύγχρονος θυλακίνος εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερα εκατομμύρια έτη. Τα είδη της οικογένειας Θυλακινίδες χρονολογούνται από την αρχή της Μειόκαινος εποχής. Από τη δεκαετία του 1990, έχουν ανακαλυφθεί τουλάχιστον επτά απολιθώματα στην Αυστραλία, και συγκεκριμένα στην περιοχή του βορειοανατολικού Κουίνσλαντ. Ο θυλακίνος του Ντίκσον (Nimbacinus dicksoni) είναι το παλαιότερο των επτά ειδών που έχουν ανακαλυφθεί, και χρονολογείται στα 23 εκατομμύρια έτη πριν. Το θυλακινοειδές αυτό, ήταν αρκετά μικρότερο σε σχέση με τους πιο πρόσφατους συγγενείς του. Το μεγαλύτερο είδος, ο θυλακίνος ο ισχυρός (Thylacinus potens), είχε μέγεθος λύκου και ήταν το μόνο είδος της οικογενείας που επέζησε ως τα τέλη της Μειόκαινης περιόδου. Στα τέλη της Πλειστόκαινου και αρχές της Ολόκαινου, ο σύγχρονος θυλακίνος εκτιμάται πως είχε εξαπλωθεί σε όλη την Αυστραλία και Νέα Γουινέα, αν και οι πληθυσμοί του δεν ήταν ποτέ μεγάλοι.
Ένα παράδειγμα της συγκλίνουσας εξέλιξης της με άλλα είδη, είναι οι πολλές ομοιότητες που εμφανίζει ο θυλακίνος με τα μέλη των Κυνιδών του Βορείου Ημισφαιρίου, όπως, κοφτερά δόντια, δυνατά σαγόνια, βάδιση στα δάκτυλα (δακτυλοβάμονα ζώα) και γενική ομοιότητα σωματότυπου. Μια και ο θυλακίνος καταλάμβανε τον ίδιο, περίπου, οικολογικό θώκο με τους σκύλους, ανέπτυξε πολλά ίδια χαρακτηριστικά, παρ'όλα αυτά όμως, δεν έχει καμία συγγένεια με αυτούς.
Έχουν ανακαλυφθεί πολυάριθμες αναπαραστάσεις και εγχαράξεις σε βράχους του θυλακίνου σε δείγματα παλαιολιθικής τέχνης τα οποία χρονολογούνται τουλάχιστον από το 1000 π.Χ.. Πετρόγλυφες απεικονίσεις του θυλακίνου υπάρχουν στην περιφέρεια Ντάμπιερ Ροκ Αρτ (Dampier Rock Art) της χερσονήσου Μπάραπ (Burrup) στη δυτική Αυστραλία.
Κατά την άφιξη των πρώτων Ευρωπαίων εξερευνητών τον 17ο αιώνα, το ζώο είχε ήδη εξαφανιστεί από την ηπειρωτική Αυστραλία, ενώ είχε γίνει σπάνιο και στην Τασμανία. Είναι πιθανό πως οι Ευρωπαίοι το πρωτοσυνάντησαν το 1642 όταν ο Άμπελ Τάσμαν έφτασε στην Τασμανία την οποία και ονόμασε από το επώνυμο του. Η εξερευνητική αποστολή που αποβιβάστηκε, ανέφερε πως είδε τα χνάρια άγριων ζώων με νύχια σαν της τίγρης. Το 1772, ο Μαρκ Ζοσέφ Μαριόν ντυ Φρέσν (Marc-Joseph Marion du Fresne), έφτασε στη περιοχή με το πλοίο του, το Μασκαρέν (Mascarin) και όπως ανέφερε είδε μια «τιγρόγατα». Δεν μπορεί όμως να υπάρξει απόλυτη ταυτοποίηση με τον θυλακίνο από την περιγραφή αυτή, μια και μπορεί να πρόκειται για τον στικτό δασύουρο (Dasyurus maculatus), ένα σαρκοβόρο μαρσιποφόρο σε μέγεθος γάτας το οποίο περιγράφεται με παρόμοιο τρόπο.
Η πρώτη αδιαμφισβήτη συνάντηση του θυλακίνου με τους Ευρωπαίους εξερευνητές, έγινε από τους Γάλλους στις 13 Μαΐου του 1792, όπως προκύπτει από τις σημειώσεις στο ημερολόγιο του φυσιοδίφη Ζακ Λαμπιγιαρντιέρ (Jacques Labillardière), στην εξερευνητική αποστολή υπό τον γάλλο αξιωματικό Ντ' Αντρεκαστό. (D'Entrecasteaux). Το 1805, ο Γουίλλιαμ Πάτερσον ο οποίος ήταν υποδιοικητής της Τασμανίας, έστειλε μια λεπτομερή αναφορά προς έκδοση από την εφημερίδα Σίντνεϊ Γκαζέττ (Sydney Gazette).
Η πρώτη επιστημονική περιγραφή έγινε από τον Αναπληρωτή Γενικό Επιθεωρητή της Τασμανίας, Τζώρτζ Χάρις το 1808, πέντε χρόνια μετά την πρώτη εποίκηση του νησιού. Ο Χάρις αρχικά ταξινόμησε τον θυλακίνο στο γένος Δίδελφυς (Didelphis), το οποίο είχε δημιουργηθεί από τον Λινναίο για τα αμερικανικά οπόσουμ, περιγράφοντάς τον ως Δίδελφυς η κυνοκέφαλος (Didelphis cynocephala), «οπόσουμ με κεφαλή σκύλου».
Η διαπίστωση πως τα αυστραλιανά μαρσιποφόρα ήταν θεμελιωδώς διαφορετικά από τα έως τότε γνωστά θηλαστικά, οδήγησε στην καθιέρωση του σύγχρονου συστήματος ταξινόμησης, και το 1796, ο Ετιέν Ζοφρουά ντε Σεν Ιλέρ δημιούργησε το γένος Δασύουρος όπου και τοποθέτησε τον θυλακίνο το 1810. Για να αποσαφηνίσει την μείξη της ελληνικής και λατινικής ονοματολογίας, το όνομα του είδους αλλάχτηκε σε κυνοκέφαλος (cynocephalus). Το 1824, απέκτησε το δικό του γένος, Θυλακίνος (Thylacinus), από τον Κούνρααντ Γιάκομπ Τέμμινκ (Coenraad Jacob Temminck). Το κοινό του όνομα, θυλακίνος, προέρχεται απευθείας από το όνομα του γένους του, το οποίο ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική λέξη θύλακος (thýlakos), η οποία υποδηλώνει τον θύλακα των μαρσιποφόρων.
Αρκετές μελέτες, υποστηρίζουν πως ο θυλακίνος είναι μια βασική φυλογενετική ομάδα της τάξης των Δασυουρομόρφων, και ο διάβολος της Τασμανίας είναι ο κοντινότερος συγγενής του. Παρόλα αυτά, έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τζένομ Ρισέρτς (Genome Research), τον Ιανουάριο του 2009, υποστηρίζει πως το νούμπατ (numbat) αποτελεί φυλογενετικά μια πιο βασική ομάδα από τον διάβολο της Τασμανίας και είναι πιο στενά σχετιζόμενο με τον θυλακίνο.
Οι περιγραφές του θυλακίνου ποικίλλουν, καθώς τα διασωζόμενα στοιχεία περιορίζονται σε ταριχευμένα ζώα, απολιθώματα, δέρματα και σκελετούς, ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ταινίες του ζώου σε αιχμαλωσία, και μαρτυρίες από παρατηρήσεις στο πεδίο.
Ο θυλακίνος υπήρξε ο μεγαλύτερος θηρευτής της Αυστραλίας έως 3500 έτη πριν, και έμοιαζε με μεγάλο, κοντότριχο σκύλο με δύσκαμπτη ουρά η οποία εκτεινόταν ομαλά από το κυρίως σώμα όπως στο καγκουρό. Πολλοί ευρωπαίοι άποικοι τον συνέκριναν με την ύαινα, λόγω της ασυνήθιστης στάσης και γενικής συμπεριφοράς του. Το καστανοκίτρινο τρίχωμα είχε από 13 έως 21 ευδιάκριτες σκούρες λωρίδες στη ράχη, τους πίσω γλουτούς και την βάση της ουράς της, κάτι που τού έδωσε το παρατσούκλι τίγρη. Οι λωρίδες ήταν πιο έντονες στα νεαρά άτομα, και ξεθώριαζαν όσο το ζώο μεγάλωνε σε ηλικία. Μια από τις λωρίδες επεκτεινόταν προς τα κάτω στο εξωτερικό σημείο των πίσω μηρών, το τρίχωμα του ήταν πυκνό και απαλό, μέχρι 15 χιλιοστά σε μήκος, και στα νεαρά μέλη η κορυφή της ουράς διέθετε λοφίο. Τα στρογγυλά, ανασηκωμένα αυτιά τους είχαν περίπου 8 εκατοστά μήκος και ήταν καλυμμένα με απαλό τρίχωμα. Ο χρωματισμός τους διαφοροποιούνταν από ανοικτό έως σκοτεινό καφετί χρώμα, και η κοιλιά τους ήταν ανοικτόχρωμη κρεμ.
Ο ενήλικος θυλακίνος είχε μήκος από 1 έως 1.3 μέτρα ενώ, συνυπολογιζομένης της ουράς, έφθανε τα 1.5 έως 1.65 μέτρα. Το ύψος τους ήταν περίπου 60 εκατοστά έως τον ώμο, και ζύγιζαν από 20 έως 30 κιλά. Υπήρχε μικρός φυλετικός διμορφισμός, με τα αρσενικά μεγαλύτερα από τα θηλυκά κατά μέσον όρο.
Το θηλυκό είχε θύλακο με τέσσερις μαστικούς αδένες, αλλά σε αντίθεση με άλλα μαρσιποφόρα, ο θύλακος είχε το άνοιγμα στο πίσω μέρος του σώματος του. Τα αρσενικά διέθεταν ειδικό θύλακο οσχέου, μοναδικό δομικό στοιχείο ανάμεσα στα μαρσιποφόρα της Αυστραλίας, μέσα στον οποίο μπορούσαν να αποσύρουν το όσχεό τους.
Ο θυλακίνος μπορούσε να ανοίγει τις γνάθους του υπό ασυνήθιστη γωνία, που έφθανε τις 120 μοίρες. Η ικανότητα αυτή φαίνεται μερικώς στην βιντεοσκόπηση του Ντέιβιντ Φλέι (David Fleay), σε ένα άτομο σε αιχμαλωσία, το 1933. Τα σαγόνια του ήταν καλοσχηματισμένα αλλά αδύναμα, ενώ διέθετε 46 δόντια.
Τα αποτυπώματα του θυλακίνου μπορούσαν εύκολα να ξεχωρίσουν από άλλα γηγενή ή εισηγμένα είδη ζώων, μια και σε αντίθεση με τις αλεπούδες, γάτες, σκύλους, φασκωλόμυες (γουόμπατ), ή τους διαβόλους της Τασμανίας, οι θυλακίνοι διέθεταν στα μπροστινά πέλματα, πολύ μεγάλο πίσω «μαξιλαράκι» και τέσσερα διακριτά μπροστινά, σχεδόν σε ευθεία γραμμή. Τα πίσω πόδια ήταν παρόμοια με τα μπροστινά αλλά διέθεταν τέσσερα δάχτυλα αντί για πέντε. Τα νύχια τους παρέμεναν εκτεθειμένα, ως μή-συσταλτά (δεν αποτραβιούντουσαν στο εσωτερικό του ποδιού).
Οι αρχικές επιστημονικές έρευνες υπέθεσαν ότι, ο θυλακίνος διέθετε πολύ οξεία όσφρηση την οποία χρησιμοποιούσε για να ανιχνεύει τη λεία του, αλλά μετέπειτα ανάλυση της δομής του εγκεφάλου του αποκάλυψε πως οι οσφρητικοί βολβοί ήταν υποανεπτυγμένοι, έτσι είναι πιο πιθανό πως βασιζόταν στην όραση και την ακοή για το κυνήγι του. Μερικοί παρατηρητές περιέγραψαν πως ανέδιδε μια δυνατή και ξεχωριστή μυρωδιά, άλλοι περιέγραψαν μια ελαφριά, καθαρή, οσμή ζώου, και κάποιοι άλλοι ανέφεραν την απουσία οσμής. Είναι όμως πιθανό, πως ο θυλακίνος ανέδιδε οσμή όταν ένιωθε εξιταρισμένος, όπως κάνει και ο κοντινός συγγενής του, ο διάβολος της Τασμανίας.
Ο θυλακίνος περιγράφεται πως είχε ένα δύσκαμπτο και κάπως αδέξιο βηματισμό, με συνέπεια να μη μπορεί να αναπτύξει μεγάλες ταχύτητες κατά το τρέξιμό του. Μπορούσε επίσης να εκτελέσει άλμα στηριζόμενος στα δύο πίσω πόδια, με τρόπο παρόμοιο του καγκουρό, κάτι το οποίο αναφέρεται πως συνέβη αρκετές φορές σε αιχμαλωτισμένα άτομα. Έχει υποτεθεί πως, η συγκεκριμένη κίνηση εφαρμοζόταν για να αυξηθεί η επιτάχυνση του ζώου, όταν αυτό αιφνιδιαζόταν, καθώς και πως ήταν ικανό να σταθεί στα δύο πίσω πόδια του για σύντομη χρονική περίοδο.
Λίγα είναι γνωστά σχετικά με τη συμπεριφορά ή το περιβάλλον του θυλακίνου. Έχουν γίνει κάποιες παρατηρήσεις του ζώου σε συνθήκες αιχμαλωσίας, αλλά τα στοιχεία που περιγράφουν τη συμπεριφορά του στη φύση είναι ανέκδοτα και περιορισμένα. Οι περισσότερες παρατηρήσεις έγιναν κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ το ζώο είναι από τη φύση του νυκτόβιο είδος. Οι παρατηρήσεις αυτές, οι οποίες έγιναν τον 20ό αιώνα, ενδέχεται να ατυπικές και μη αξιολογίσιμες, καθώς ο θυλακίνος βρισκόταν ήδη υπό τις συνθήκες οι οποίες θα οδηγούσαν σύντομα στην εξαφάνιση του. Μερικά από τα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς του, έχουν υιοθετηθεί από την παρατήρηση του κοντινού του συγγενή, του διαβόλου της Τασμανίας.
Οι παρατηρητές του ζώου στη φύση και σε αιχμαλωσία, αναφέρουν πως γρύλιζε και έκανε συριστικούς ήχους όταν εκνευριζόταν, συχνά συνδυάζοντας τους ήχους αυτούς με απειλητικό άνοιγμα του στόματος. Όταν κυνηγούσε, συνήθιζε να αρθρώνει σειρά από ταχέως επαναλαμβανόμενα «λαρυγγώδη, βηχώδη γαυγίσματα» -τα οποία έχουν περιγραφεί ως γιπ-γιάπ, κάι-γιπ, ή χοπ-χοπ-χοπ, πιθανώς προς επικοινωνία με τα υπόλοιπα μέλη της αγέλης. Επίσης είχε ένα μακρόσυρτο ένρινο ουρλιαχτό, πιθανώς για επικοινωνία εξ αποστάσεως, και ένα χαμηλό ρουθουνιστό ήχο για επικοινωνία μεταξύ μελών της αγέλης.
Ο θυλακίνος πιθανώς προτιμούσε τα ξηρά δάση με δέντρα ευκαλύπτων, τους υγρότοπους, και τα λιβάδια της ηπειρωτικής Αυστραλίας. Οι ζωγραφιές σπηλαίων από τους ντόπιους ιθαγενείς υποδηλώνουν πως ζούσε σε όλη την ηπειρωτική Αυστραλία και τη Νέα Γουινέα. Τα αποδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης του ζώου προέρχονται από ένα αφυδατωμένο πτώμα το οποίο ανακαλύφθηκε σε μια σπηλιά στην πεδιάδα του Νούλαρμπορ (Nullarbor Plain) στη Δυτική Αυστραλία το 1990, και η χρονολόγηση με άνθρακα αποκάλυψε πως είχε ηλικία 3.300 ετών.
Στην Τασμανία φέρεται να προτιμούσε τις δασώδεις εκτάσεις στις ηπειρωτικές και παράκτιες τοποθεσίες του νησιού, οι οποίες εν καιρώ χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα από τους Βρετανούς αποίκους για την εκτροφή και βόσκηση των ζώων τους. Οι λωρίδες στην ράχη τους, ενδέχεται να παρείχαν καμουφλάζ μέσα στις δασικές εκτάσεις, αλλά μπορεί και να χρησίμευαν ως στοιχείο αλληλοαναγνώρισης. Το εύρος περιοχής κινήσεων του ζώου ήταν ανάμεσα στα 40 με 80 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και φαίνεται πως παρέμενε στη ζώνη εύρους της περιοχής του χωρίς να εδαφικό. Ομάδες οι οποίες ήταν πολύ μεγάλες για να αποτελούν οικογένεια, μερικές φορές παρατηρούνταν μαζί.
Ο θυλακίνος κυνηγούσε κατά τη νύκτα και σε συνθήκες λυκόφωτος, περνώντας την ημέρα του σε μικρές σπηλιές ή κοίλους κορμούς δέντρων, και σε φωλιές κλαδιών, φλοιών και φύλλων. Έτεινε να υποχωρεί προς τους λόφους και το δάσος για καταφύγιο κατά τη διάρκεια της ημέρας και κυνηγούσε στους ανοικτούς θαμνότοπους τη νύκτα. Οι πρώτοι παρατηρητές αναφέρουν πως το ζώο ήταν χαρακτηριστικά ντροπαλό και μυστικοπαθές, έχοντας αντίληψη της παρουσίας των ανθρώπων και αποφεύγοντας την επαφή μαζί τους, αν και περιστασιακά εκδήλωνε χαρακτηριστικά περιέργειας και εξέτασης. Κατά τον καιρό των πρώτων επαφών με ανθρώπους, είχε στιγματιστεί ως άγριο και επικίνδυνο θηλαστικό, πιθανώς για τα ζώα των ντόπιων κτηνοτρόφων.
Υπάρχουν στοιχεία πως η αναπαραγωγή μπορούσε να πραγματοποιηθεί, σε μερικές περιπτώσεις, όλο το έτος (στοιχεία από νεκρά δείγματα αναφέρουν πως βρίσκονταν νεογνά στους θυλάκους τους όλες τις εποχές του χρόνου), αν και η κορύφωση της αναπαραγωγής τους φαίνεται να συνέβαινε τον χειμώνα και την άνοιξη. Γεννούσαν έως και 4 κουτάβια ανά φωλιά, συνήθως 2-3, που τα μετέφεραν μέσα στον θύλακό τους έως και τρείς μήνες, προστατεύοντας τα μέχρι να φτάσουν τουλάχιστον στο μισό μέγεθος ενός ενήλικα. Κάθε νεογέννητο ήταν άτριχο και τυφλό, αλλά όταν ερχόταν η ώρα να αφήσει τον θύλακο οριστικά, ήταν πλέον πλήρως ανεπτυγμένο. Από εκεί και πέρα, τα μικρά παρέμεναν στην φωλιά ενώ η μητέρα τους κυνηγούσε για τροφή. Οι θυλακίνοι αναπαρήχθησαν επιτυχημένα σε συνθήκες αιχμαλωσίας μόνο μία (1) φορά, στον ζωολογικό κήπο της Μελβούρνης, το 1899. Το προσδόκιμο ζωής τους στη φύση εκτιμάται πως ήταν 5 έως 7 έτη, αν και άτομα που βρίσκονταν σε αιχμαλωσία επέζησαν ως και 9 έτη.
Αν και υπάρχουν μεθόδοι οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ταυτοποιήσουν διαιτολόγιο και τις διατροφικές συνήθειες του θυλακίνου, τα ευρήματα και οι διάφορες θεωρίες συζητούνται έντονα.
Μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2011, αναφέρει πως τα οδοντικά και βιοχημικά στοιχεία δείχνουν ότι το ζώο ήταν υπερσαρκοφάγο, το οποίο κατανάλωνε μόνο σάρκα από σπονδυλωτά. Ο θυλακίνος ήταν αποκλειστικά σαρκοφάγα, και το στομάχι του ήταν μυώδες, και μπορούσε να διογκωθεί επιτρέποντας στο ζώο να καταναλώσει μεγάλες ποσότητες τροφής με τη μία, πιθανή προσαρμογή για να αντεπεξέρχεται το ζώο στις μεγάλες περιόδους που θα περνούσε αποτυγχάνοντας στο κυνήγι ή/και όταν η τροφή ήταν δυσεύρετη. Η σκελετική ανάλυση και οι παρατηρήσεις του ζώου σε αιχμαλωσία, προτείνουν πως προτιμούσε να απομονώνει 1 ζώο από το κοπάδι και να το καταδιώκει, μέχρι αυτό να εξουθενωθεί. Μερικές μελέτες συμπεραίνουν πως το ζώο μπορεί να κυνηγούσε διαχωρισμένο σε μικρές ομάδες, με την κύρια ομάδα να κατευθύνει τον όγκο της λείας προς την τοποθεσία όπου, οι μικρότερες ανέμεναν έχοντας στήσει την ενέδρα τους. Οι κυνηγοί που χρησιμοποιούν παγίδες, το έχουν χαρακτηρίσει ως αρπακτικό ενέδρας.
Η λεία του θυλακίνου πιστεύεται πως περιελάμβανε καγκουρό, γουάλαμπι (Wallaby, είδος μικρού καγκουρό), φασκωλόμυες (γουόμπατ), και πτηνά και μικρά ζώα όπως τα ποτόρου (potoroo) και τα οπόσουμ. Ένα ζώο που μπορεί, επίσης, να συμπεριλαμβανόταν στη λεία του ήταν το, κάποτε, κοινό -εξαφανισμένο σήμερα- Εμού της Τασμανίας. Το εμού ήταν ένα μεγάλο πουλί χωρίς φτερά, το οποίο μοιραζόταν το ίδιο περιβάλλον με τον θυλακίνο και κυνηγήθηκε μέχρι την τελική του εξαφάνιση το 1850, πιθανώς συμπίπτοντας με τη μείωση του πληθυσμού του θυλακίνου. Επίσης, τα ντίνγκο και οι αλεπούδες έχουν παρατηρηθεί πως κυνηγούσαν τα εμού.
Οι ευρωπαίοι άποικοι πίστευαν πως ο θυλακίνος επιτίθετο στα πρόβατα και πουλερικά των κτηνοτρόφων και γεωργών. Κατά τον 20ό αιώνα, ο θυλακίνος συχνά χαρακτηρίζονταν ως πότης αίματος, και η δοξασία αυτή φαίνεται να προέρχεται από μία μόνο δευτερογενή αφήγηση ενός βοσκού προς ένα δημοσιογράφο σε συνάντηση που έγινε στην καλύβα του πρώτου. Σε συνθήκες αιχμαλωσίας, οι θυλακίνοι τρέφονταν με ευρεία ποικιλία τροφών, όπως νεκρούς λαγούς και γουάλαμπι, καθώς και βοδινό, αρνί, άλογο και, περιστασιακά, πουλερικά. Ο φυσιοδίφης της Τασμανίας, Μάικλ Σάρλαντ (Michael Sharland), δημοσίευσε ένα άρθρο το 1957 δηλώνοντας πως ένα άτομο σε αιχμαλωσία απέφυγε να τραφεί με ένα νεκρό γουάλαμπι που του προσφέρθηκε, και αργότερα αρνήθηκε επίσης να σκοτώσει ένα ζωντανό γουάλαμπι για να τραφεί. Παρόλα αυτά, μεταπείστηκε να το φάει όταν μύρισε το αίμα ενός γουάλαμπι που μόλις είχε σφαχτεί και τοποθετήθηκε μπροστά από τη μύτη του.
Το 2011, μελέτη του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας η οποία εφήρμοσε εξελιγμένες τεχνικές αναπαράστασης και προσομοίωσης με τη χρήση ηλεκτονικών υπολογιστών, ανέφερε πως οι θυλακίνοι είχαν αναπάντεχα αδύναμα σαγόνια. Τα αρπακτικά συνήθως κυνηγούν λεία η οποία βρίσκεται ως και τα δικά τους επίπεδα μεγέθους, αλλά ένα ενήλικο άτομο γύρω στα 30 κιλά βρέθηκε πως δε θα ήταν ικανό να κυνηγήσει λεία μεγαλύτερη από 5 κιλά. Έτσι οι αναλυτές αυτοί, θεωρούν πως οι θυλακίνοι έτρωγαν μόνο μικρά ζώα όπως τα μπάντικουτ (bandicoots) και τα οπόσουμ, ζώα με τα οποία επίσης τρέφονταν ο διάβολος της Τασμανίας και η δασύουρος τίγρη. Ένας τέτοιος βαθμός εξειδίκευσης πιθανώς έκανε τον θυλακίνο ευάλωτο απέναντι στις μικρές διαταραχές του οικοσυστήματος.
Αν και ο γκρίζος λύκος θεωρείται συχνά ως ζώο αντίστοιχο με τον θυλακίνο, πρόσφατη έρευνα προτείνει πως ήταν περισσότερο θηρευτής ενέδρας παρά καταδίωξης, και πως η αρπακτική συμπεριφορά του ήταν πιο κοντά σε αυτή των αιλουροειδών, παρά σε αυτήν των μεγάλων κυνιδών. Επομένως, τουλάχιστον υπό το πρίσμα των δομικών και φυσιολογικών στοιχείων του σώματος πλην του κρανίου, το παρατσούκλι Τίγρη της Τασμανίας ίσως είναι πιο ακριβές από το αντίστοιχο Λύκος της Τασμανίας.
Είναι πιθανό πως ο θυλακίνος έφτασε κοντά στην εξαφάνιση στην Αυστραλία πριν από 2.000 χρόνια, και πιθανώς νωρίτερα όσον αφορά στην Νέα Γουινέα. Η ολοκληρωτική εξαφάνιση αποδίδεται στον ανταγωνισμό με τους ιθαγενείς και την εξάπλωση των ντίνγκο.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσο τα ντίνγκο επηρέασαν τον θυλακίνο, μια και τα ντίνγκο κυνηγούν κυρίως την ημέρα σε αντίθεση με τον θυλακίνο που κυνηγούσε κατά τη νύκτα. Επιπρόσθετα, ο θυλακίνος ήταν πιο δυνατός σωματικά, κάτι που θα τού έδινε πλεονέκτημα σε αναμετρήσεις έναντι των ντίνγκο. Πρόσφατες μορφολογικές εξετάσεις του ντίνγκο και του θυλακίνου δείχνουν πως αν και το δάγκωμα του ντίνγκο ήταν πιο αδύναμο, το κρανίο του μπορούσε να αντέξει μεγαλύτερες πιέσεις, επιτρέποντας του να δαγκώσει και να σύρει μεγαλύτερη λεία από ότι θα μπορούσε ο θυλακίνος. Ο τελευταίος ήταν, επίσης, πολύ λιγότερο ευέλικτος ως προς τις διατροφικές συνήθειές του, σε σχέση με το παμφάγο ντίνγκο. Το περιβάλλον δράσης τους ήταν σίγουρα κοινό, μια και απολιθώματα θυλακίνου έχουν ανακαλυφθεί κοντά σε αντίστοιχα των ντίνγκο. Η υιοθέτηση του ντίνγκο από τους ανθρώπους ως συντρόφου κατά το κυνήγι, ενδέχεται να αύξησε την δυσκολία επιβίωσης του θυλακίνου.
Μια μελέτη του 2010, σχετικά με τις περιβαλλοντικές συνθήκες της ύστερης Τεταρτογενούς περιόδου, αναφέρει πως στην Αυστραλία εξαφανίστηκε το 90% ή περισσότερο των σπονδυλωτών ζώων της εποχής εκείνης, με χαρακτηριστικές εξαιρέσεις τα καγκουρό και τους θυλακίνους. Τα αποτελέσματα της μελέτης, επίσης, δείχνουν πως η μετέπειτα παρουσία των ανθρώπων ήταν ένας από τους κύριους λόγους της εξαφάνισης πολλών ειδών στην Αυστραλία, και πως δεν ήταν παρά μόνο με την άφιξη των ανθρώπων όταν και δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για την οριστική εξαφάνισή τους.
Μια άλλη μελέτη του 2012, εξέτασε τις συσχετίσεις των γενετικών ποικιλομορφιών του θυλακίνου πριν από την εξαφάνισή του. Τα αποτελέσματα της έρευνας υποδηλώνουν πως οι τελευταίοι θυλακίνοι της Αυστραλίας, πέρα από τις απειλές που αντιμετωπίζαν από τα ντίνγκο, είχε γενικά περιορισμένη γενετική ποικιλομορφία λόγω της ολοκληρωτικής γεωγραφικής απομόνωσης τους από την ηπειρωτική Αυστραλία.
Μια επιπλέον εργασία (paper) του 2003, παρατήρησε την σχέση ανάμεσα στο ντίνγκο και την εξαφάνιση του διαβόλου της Τασμανίας, του θυλακίνου και της ιθαγενούς όρνιθας της Τασμανίας από τη μία και, την άφιξη των ανθρώπων από την άλλη. Η μελέτη έδειξε την προφανή ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα σε ντίνγκο, θυλακίνο, και διάβολο της Τασμανίας, και αναφέρει πως το ντίνγκο πιθανότατα τρεφόταν με την όρνιθα της Τασμανίας. Συνεχίζει, υποστηρίζοντας πως ενώ το ντίνγκο υπήρξε σημαντικός (ενν. παράγοντας), ήταν ο ανθρώπινος παράγοντας αυτός ο οποίος χειροτέρευσε την κατάσταση για τον θυλακίνο.
Έχει επίσης προταθεί από άλλη μελέτη πως, κάποια/κάποιες νόσοι ενδέχεται να διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην εξαφάνιση του θυλακίνου. Η ίδια μελέτη συμπληρώνει πως αν δεν υπήρχε η επιδημιολογική επιρροή, η εξαφάνιση του θυλακίνου θα είχε αποφευχθεί στη καλύτερη περίπτωση, ή αναβληθεί στη χειρότερη, αναφέροντας πως η ασθένεια των μαρσιποφόρων-σαρκοφάγων ήλθε υπερβολικά απότομα και διαδόθηκε υπερβολικά γρήγορα, έχοντας καταστρεπτική επίδραση στο προσδόκιμο ζωής των θυλακίνων, όπως και στο ποσοστό θνητότητας των κουταβιών τους."
Οι τοιχογραφίες σπηλαίου στο Εθνικό Πάρκο Κακαντού, αναπαριστούν ξεκάθαρα πως ο θυλακίνος κυνηγιόταν από τους πρώτους ανθρώπους.
Αν και ο θυλακίνος είχε εξαφανιστεί στην ηπειρωτική Αυστραλία, επέζησε μέχρι και τη δεκαετία του 1930 στην Τασμανία. Κατά τον καιρό του πρώτου εποικισμού, οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί του βρίσκονταν στη βόρεια περιοχή του νησιού. Η εμφάνιση τους κατά την ημέρα ήταν σπάνια, όμως όλο και συχνότερα άρχισαν να τους αποδίδονται πολυάριθμες επιθέσεις σε πρόβατα. Αυτό οδήγησε στην καθιέρωση επικηρύξεων για τη θανάτωση του ζώου ώστε να ελεγχθεί ο πληθυσμός τους.
Οι πρώτες επικηρύξεις ξεκίνησαν από το 1830, και μεταξύ του 1888 και 1909 η τοπική κυβέρνηση της Τασμανίας πλήρωνε 1 λίρα για κάθε νεκρό ενήλικο θυλακίνο και 10 σελίνια για τα κουτάβια τους. Τα αρχεία δείχνουν, πως εξαργυρώθηκαν συνολικά 2.184 επικηρύξεις, αλλά πιστεύεται πως σκοτώθηκαν πολλοί περισσότεροι θυλακίνοι πέρα από τις επικηρύξεις που πληρώθηκαν. Η εξαφάνιση τους αποδίδεται συχνά σε αυτές τις αμείωτης έντασης προσπάθειες των γεωργών, κτηνοτρόφων και κυνηγών επικηρύξεων.
Παρόλα αυτά, είναι πιθανό πως πολλαπλοί παράγοντες οδήγησαν στην παρακμή του ζώου μέχρι την τελική εξαφάνιση του, όπως η εμφάνιση των σκύλων που εισήγαγαν οι Ευρωπαίοι άποικοι, η παρακμή του περιβάλλοντος του, η παράλληλη εξαφάνιση των ζώων με τα οποία τρεφόταν, και ο αφθώδης πυρετός -ή, η νόσος του Καρέ- που πιθανώς να μεταδόθηκε σε πολλά είδη σε αιχμαλωσία την εποχή εκείνη.
Όποιος και να ήταν ο λόγος, το ζώο πλέον είχε γίνει εξαιρετικά δυσεύρετο στη φύση τη δεκαετία του 1920. Παρά την γενική πεποίθηση πως ο θυλακίνος ευθυνόταν για τις επιθέσεις στα πρόβατα, το 1928 η Τασμανική επιτροπή για το περιβάλλον πρότεινε τη δημιουργία ενός καταφυγίου για την προστασία του είδους, με πιθανές κατάλληλες τοποθεσίες αυτές του ποταμού Άρθουρ, και ποταμού Πάιμαν (Pieman) στη δυτική Τασμανία.
Το 1930 σκοτώθηκε ο τελευταίος γνωστός άγριος θυλακίνος, στα βορειονατολικά του νησιού, όπου το ζώο, το οποίο αναφέρεται πως ήταν αρσενικό, είχε θεαθεί να κυκλοφορεί κοντά στο σπίτι του ανθρώπου που το σκότωσε για αρκετές εβδομάδες.
Ο τελευταίος αιχμαλωτισμένος θυλακίνος, αργότερα γνωστός με το όνομα Μπέντζαμιν, είχε αιχμαλωτιστεί το 1930 και στάλθηκε στον ζωολογικό κήπο του Χόμπαρτ όπου και έζησε εκεί για έξι έτη. Το φύλο του ζώου υπήρξε σημείο συζήτησης από τον καιρό που πέθανε στον ζωολογικό κήπο. Πρόσφατες λεπτομερείς εξετάσεις ενός στιγμιότυπου από την ασπρόμαυρη ταινία που κινηματογραφήθηκε το 1933, επιβεβαιώνουν πως το ζώο ήταν αρσενικό, όπου μεγεθύνοντας την εικόνα και αυξομειώνοντας την αντίθεση και φωτεινότητα στο στιγμιότυπο όπου κάθεται στα δύο πίσω του πόδια, φαίνονται ευκρινώς τα αρσενικά γενετικά όργανα.
Ο τελευταίος θυλακίνος πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου του 1936. Πιστεύεται πως πέθανε ως αποτέλεσμα παραμέλησης, καθώς είχε κλειδωθεί εκτός του περιφραγμένου και σκεσπαστού οικήματός του, σε περίοδο όπου επικρατούσαν άσχημες καιρικές συνθήκες, με πολύ υψηλές θερμοκρασίες κατά την ημέρα, και πολύ χαμηλές κατά τη νύκτα.
Αν και είχε ήδη οργανωθεί ένα κίνημα προστασίας του θυλακίνου από το 1901, εν μέρει από την ανάγκη προμήθειας δειγμάτων του προς συλλέκτες του εξωτερικού, οι πολιτικές δυσκολίες εμπόδισαν την κάθε μορφή προστασίας μέχρι και το 1936, στις 10 Ιουλίου του 1936, μόλις 59 ημέρες πριν τον θάνατο του τελευταίου ζώου.
Στην Αυστραλία, ξεκινώντας απο τις 7 Σεπτεμβρίου του 1996, η ημερομηνία έχει αφιερωθεί επίσημα στην επέτειο του θανάτου του τελευταίας καταγεγραμμένου θυλακίνου.
Τα αποτελέσματα των μεταγενέστερων αναζητήσεων, έδειξαν πως υπήρχε μια ισχυρή πιθανότητα πως το είδος επιζούσε στη Τασμανία κατά τη δεκαετία του 1960, μια και ανακαλύφθηκαν αποτυπώματα στο έδαφος τα οποία έμοιαζαν να ανήκουν στο ζώο, μακρινοί ήχοι που ήταν παρόμοιοι με το κάλεσμα του θυλακίνου, και πολλές ανέκδοτες μαρτυρίες από ανθρώπους που ισχυρίζονταν πως είχαν δει το ζώο.
Παρά τα δεδομένα αυτά όμως, δε βρέθηκαν ποτέ αδιαμφισβήτητα στοιχεία που να υποστηρίζουν πως συνέχιζε να επιβιώνει στη φύση. Μεταξύ του 1967 και 1973 διενεργήθηκε και η πιο έντονη και λεπτομερής αναζήτηση που έχει γίνει ποτέ, με τη συμμετοχή ζωολόγων και κατοίκων της περιοχής, σε όλη την δυτική ακτή της Τασμανίας. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης αυτόματες κάμερες καταγραφής, άμεσοι έλεγχοι σε περίπτωση ισχυρισμού πως θεάθηκε το ζώο, και το 1972 δημιουργήθηκε μια επιπλέον εξερευνητική ομάδα η οποία ολοκλήρωσε το έργο της χωρίς να βρει κανένα στοιχείο για την ύπαρξή του.
Οι έρευνες για τον εντοπισμό του ζώου συνεχίζονται, και πρόκειται κυρίως για ιδιωτικές πρωτοβουλίες από λάτρεις του θυλακίνου, με την κάθε πρωτοβουλία να ποικίλει ως προς τον τρόπο διενέργειας της έρευνας, γενικές γνώσεις, και γενικό τρόπο διεξαγωγής. Μερικοί εξερευνητές θέλουν να πιστεύουν πως ακόμα επιζεί και βασίζουν την έρευνα τους στην πίστη τους αυτή, ενώ άλλοι θέλουν να υπολογίσουν τις πιθανότητες να έχει εξαφανιστεί και να ανακαλύψουν περισσότερα στοιχεία για το πώς εξαφανίστηκε. Υπάρχει επίσης και ένας ιστότοπος τον οποίο μπορεί κάποιος να επισκεφτεί και να δηλώσει την θέαση θυλακίνου και τις λεπτομέρειες του περιστατικού.
Ο θυλακίνος είχε κατηγοριοποιηθεί ως απειλούμενο είδος μέχρι το 1982, μια και οι κανονισμοί της Διεθνής Ένωσης Προστασίας της Φύσης δηλώνουν πως ένα ζώο δε μπορεί να θεωρηθεί εξαφανισμένο παρά μόνο μετά την πάροδο 50 ετών χωρίς επιβεβαιωμένη θέαση στη φύση, και ακολούθησε η κυβέρνηση της Τασμανίας το 1986. Το είδος επίσης αφαιρέθηκε από το Παράρτημα Α της Συνθήκης του Διεθνούς Εμπορίου Απειλούμενων Ειδών (CITES) το 2013.
Οι αρχές της Αυστραλίας διαθέτουν 3.800 αναφορές θέασης του ζώου από το 1936, έτος τελικής εξαφάνισης του θυλακίνου στην Τασμανία, ενώ διάφοροι άλλοι οργανισμοί αναφέρουν τα δικά τους χαμηλότερα σύνολα.
Οι θεάσεις επικεντρώνονται πιο συχνά στην περιοχή της νότιας Βικτώριας, με μερικές από αυτές να έχουν δημιουργήσει αρκετή δημοσιότητα με την ύπαρξη μεγάλου πλήθους βιντεοσκοπήσεων, φωτογραφιών, αποτυπωμάτων και ηχητικών ντοκουμέντων τα οποία όμως δεν έχουν επαληθευθεί αδιαμφισβήτητα ή έχουν αποδειχθεί ως μη γνήσια.
Λόγω της έντονης ενασχόλησης σχετικά με την επανανακάλυψη του θυλακίνου, το είδος θεωρείται συχνά ως κρυπτοειδές.
Το 1983, ο Αμερικάνος μεγιστάνας των ΜΜΕ, Τεντ Τέρνερ (Ted Turner), πρόσφερε αμοιβή 100.000 δολαρίων Αμερικής για την απόδειξη της συνέχισης της ύπαρξης του θυλακίνου, όμως το 2000 η προσφορά αυτή φαίνεται πως είχε αποσυρθεί.
Τον Μάρτιο του 2005, το αυστραλιανό περιοδικό Δε Μπούλετιν (The Bulletin), ως μέρος της 125ης επετείου του, πρόσφερε 1,25 εκατομμύρια σε δολάρια Αυστραλίας για την ασφαλή αιχμαλώτιση ενός ζωντανού θυλακίνου. Η προσφορά διήρκησε μέχρι και τον Ιούνιο του ίδιου έτους και κατόπιν αποσύρθηκε, χωρίς αποτελέσματα.
Ακολούθησαν και άλλες προσφορές αμοιβών, κυρίως από τουριστικούς πράκτορες, και ο αριθμός και ύψος των ανταμοιβών προκάλεσε την μεγάλη αύξηση του αριθμού των εξερευνητών, επιστημόνων, και απλών ερασιτεχνών, οι οποίοι εξακολουθούν να αναζητούν τον θυλακίνο ως σήμερα.
Τα στοιχεία καταγραφής από όλα τα δείγματα, πολλά από τα οποία σήμερα βρίσκονται σε συλλογές στην Ευρώπη, διατηρούνται στη Διεθνή Βάση Δεδομένων Δειγμάτων Θυλακίνου (International Thylacine Specimen Database). Η βάση αυτή είναι το αποτέλεσμα μια τετραετούς έρευνας για την καταγραφή και ψηφιοποίηση όλων των διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με τον θυλακίνο, όπου και αν βρίσκονται, όπως μουσεία, πανεπιστήμια, ή και ιδιωτικές συλλογές. Τα στοιχεία αυτά, φυλάσσονται στον Ζωολογικό Σύλλογο του Λονδίνου (Zoological Society of London).
Το Μουσείο Αυστραλίας στο Σίδνεϊ, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα κλωνοποίησης το 1999. Ο στόχος ήταν να γίνει χρήση γενετικού υλικού από τα δείγματα που είχαν διατηρηθεί μετά το θάνατο τους στις αρχές του 20ου αιώνα, και έτσι να αντιστραφεί η εξαφάνιση του είδους. Αρκετοί μικροβιολόγοι κατέκριναν το πρόγραμμα αυτό ως μη επιστημονικά έγκυρο, και το θεώρησαν ως ένα τέχνασμα δημοσίων σχέσεων.
Στα τέλη του 2002 οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα, σημείωσαν μια αρχική επιτυχία καθώς κατάφεραν να εξάγουν τις γενετικές πληροφορίες (DNA) από τα δείγματα.
Στις 15 Φεβρουαρίου του 2005, το μουσείο ανακοίνωσε πως σταματάει το πρόγραμμα αυτό, καθώς η περαιτέρω ανάλυση του γενετικού υλικού που συλλέχθηκε, έδειξε πως βρισκόταν σε κακή κατάσταση και δε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.
Τον Μάιο του 2005, το Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας, μέσω του κοσμήτωρα του -πρώην διευθυντή του Μουσείου Αυστραλίας και έχοντα ειδικότητα εξελικτικού βιολόγου-, ανακοίνωσε πως το πρόγραμμα θα συνεχιστεί με την κοινοπραξία μια ομάδας ενδιαφερόμενων πανεπιστημίων και ερευνητικών ινστιτούτων.
To 2008 ερευνητές του πανεπιστημίου της Μελβούρνης και του πανεπιστημίου του Τέξας στο Ώστιν, ανέφεραν πως κατάφερουν να επανασυστήσουν τη λειτουργία του γονιδίου Col2A1 το απέκτησαν από ένα δείγμα 100 ετών το οποίο ήταν διατηρημένο σε αιθανόλη και βρισκόταν σε συλλογή μουσείου. Το γενετικό αυτό υλικό φέρεται να είχε αποτελέσματα σε δοκιμές σε ποντίκια, και η έρευνα ελπίζει πως με την πάροδο του χρόνου θα καταφέρει να αναστρέψει την εξαφάνιση του θυλακίνου. Το ίδιο έτος, μια άλλη ομάδα ερευνητών κατάφεραν να διαβάσουν με επιτυχία την αλληλουχία του μιτοχονδριακού γονιδιώματος από δύο δείγματα θυλακίνου σε μουσεία, κάτι που τους κάνει να θεωρούν πως είναι εφικτή η πλήρης ανάγνωση του γονιδιώματος, και τα αποτελέσματα τους δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Τζίνομ Ρισέρτς (Genome Research) το 2009.
Η συζήτηση σχετικά με τα ηθικά ερωτήματα και δυνατότητες της αποεξαφάνισης, συνεχίζεται έως σήμερα, με τη θυλακίνη να αποτελεί ένα από τα σημεία αναφοράς.
Οι περισσότερο γνωστές αναπαραστάσεις του θυλακίνου είναι αυτές του έργου Τα θηλαστικά της Αυστραλίας (The Mammals of Australia) του Τζον Γκούλντ (John Gould, 1845–63), οι οποίες συχνά αναπαράγονται στις πιο σύγχρονες δημοσιεύσεις και γενικότερες χρήσεις του υλικού.
Ο θυλακίνος έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως ως σύμβολο της Τασμανίας, με το ζώο να αναπαριστάται στον επίσημο θυρεό του νησιού, καθώς και στα λογότυπα των δημοτικών, τουριστικών και άλλων αρχών της, καθώς και σε αθλητικές ομάδες, ταινίες, παιδικά παραμύθια, και γραμματόσημα. Από το 1998 μάλιστα, ο θυλακίνος απεικονίζεται και σε όλες τις πινακίδες κυκλοφορίας οχημάτων της Τασμανίας.
i. ^ Ο όρος σύγχρονη εποχή χρησιμοποιείται υπό την ευρεία έννοια για να δηλώσει την Ολόκαινο γεωλογική εποχή, που ξεκίνησε πριν 12.000 έτη, περίπου.
|