Η ινδονησιακή γλώσσα (Πρότυπο:Lang-id, προφέρεται: ) είναι η επίσημη γλώσσα της Ινδονησίας. Είναι προτυποποιημένη μορφή της μαλαϊκής γλώσσας, μιας αυστρονησιακής γλώσσας η οποία χρησιμοποιείται ως lingua franca στο πολύγλωσσο ινδονησιακό αρχιπέλαγος για αιώνες. Η Ινδονησία είναι το τέταρτο πολυπληθέστερο κράτος στον κόσμο και καθώς η πλειονότητα του πληθυσμού της μιλά ινδονησιακά, η γλώσσα αυτή είναι μια από τις πιο ευρέως ομιλούμενες στον κόσμο. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 43 εκατομμυρίων ανθρώπων και δεύτερη γλώσσα 155 εκατομμυρίων.
Οι περισσότεροι Ινδονήσιοι, πέρα από την εθνική γλώσσα, μιλούν απταίστως κάποια από τις περισσότερες από 700 ιθαγενείς τοπικές γλώσσες, όπως η ιαβαϊκή, η σουνδανική και η μπαλινεζική, οι οποίες χρησιμοποιούνται στην τοπική κοινότητα. Όμως, η επίσημη εκπαίδευση και σχεδόν όλα τα εθνικά μαζικά μέσα ενημέρωσης, η κυβέρνηση, η διοίκηση, τα δικαστήρια και άλλες μορφές επικοινωνίας διεξάγονται στα ινδονησιακά.
Το ινδονησιακό όνομα της γλώσσας είναι bahasa Indonesia (κυριολεκτικά «γλώσσα της Ινδονησίας»).
↑Hammarström, Harald· Forkel, Robert· Haspelmath, Martin· Bank, Sebastian, επιμ. (2016). «{{{name}}}». Glottolog 2.7. Jena: Max Planck Institute for the Science of Human History.
↑James Neil Sneddon. The Indonesian Language: Its History and Role in Modern Society. UNSW Press, 2004. Page 14."