Μανούλ | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Μανούλ σε ζωολογικό κήπο στην Ολλανδία
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Otocolobus manul (Ωτοκολοβός μανούλ) Pallas, 1776 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Otocolobus manul ferruginea |
Το μανούλ είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογενείας των αιλουριδών. Ανήκει στην υποοικογένεια των αιλουρινών και εντάσσεται ανάμεσα στα μέλη μιας «ομάδας» που απαρτίζουν τις αποκαλούμενες αγριόγατες, η οποία περιλαμβάνει διάφορα γένη. Το είδος έχει την επιστημονική ονομασία Otocolobus manul, απαντά αποκλειστικά στην ασιατική ήπειρο και διακρίνεται σε 3 υποείδη.
Το μανούλ είναι μέσου μεγέθους αγριόγατα, η οποία απαντά σε λιβάδια και στέπες μεγάλου υψομέτρου της Κ. Ασίας. Ο κατακερματισμός των βιοτόπων του, η λαθροθηρία και η έλλειψη θηραμάτων με τα οποία τρέφεται, είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των πληθυσμών του (βλ. Κατάσταση πληθυσμού).
Η επιστημονκή ονομασία του γένους, Otocolobus, είναι η άμεση μετάφραση της ελληνικής λέξης Ωτοκολοβός, στη λατινική γλώσσα. Η ονομασία αυτή παραπέμπει στα χαρακτηριστικά, μικρά αυτιά της γάτας που εμφανίζονται «κολοβωμένα» χωρίς, βέβαια, να είναι.
Η λέξη, manul οφείλεται στην ονομασία με την οποία αποκαλείται το θηλαστικό στις κεντροασιατικές στέπες και έχει κιργιζιανοταταρική προέλευση.
Η αγγλική ονομασία του θηλαστικού είναι Pallas's cat, «γάτα του Πάλλας», προς τιμήν του ονοματήσαντος το είδος, Π. Πάλλας (βλ. Συστηματική ταξινομική).
Άλλες τοπικές ονομασίες με τις οποίες αποκαλείται η συγκεκριμένη αγριόγατα είναι manol, jalàm και malém.
Το 1776, ο Γερμανός ζωολόγος και βοτανικός Πέτερ Πάλλας (Peter Simon Pallas, 1741-1811) περιέγραψε το είδος ως Felis manul. To 1858, ο Ρώσος εξερευνητής και φυσιοδίφης Νικολάι Σέβερτσοφ (Nikolai Alekseevich Severtzov, 1827-1885) «μετέφερε» το είδος στο γένος Otocolobus, ονομασία που είχε προταθεί από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γιόχαν φον Μπραντ (Johann Friedrich von Brandt, 1802-1879), ήδη από το 1841. Μάλιστα, ο Βρετανός ζωολόγος Ρέτζιναλντ Πόκοκ (Reginald Innes Pocock, 1863-1947) επιβεβαίωσε την κατάταξη του Σέβερτσοφ, ως Otocolobus, το 1907, θεωρώντας ότι το taxon είναι παρεκκλίνουσα μορφή του Felis.
Μεταγενέστερες μελέτες πρότειναν την ταξινόμηση του Otocolobus στη φυλή (tribe) Felini, μαζί με τα γένη Felis και Prionailurus, λόγω των μεταξύ τους, στενών φυλογενετικών σχέσεων. Φαίνεται ότι το Otocolobus manul διαχωρίστηκε από τη συγγενική αγριόγατα της Βεγγάλης (Prionailurus bengalensis), 5,19 εκατ. χρόνια πριν, περίπου.
Το μανούλ κατανέμεται σε ευρεία, αλλά έντονα κατακερματισμένη ζώνη της Κ. Ασίας, από τον Καύκασο στα δυτικά, μέχρι τη ΝΑ. Ρωσία και τη ΒΑ. Κίνα στα ανατολικά και, από τις στέπες της Μογγολίας στα βόρεια μέχρι τα υψίπεδα του Θιβέτ και το Κ. Πακιστάν στα νότια. Οι χώρες στις οποίες απαντά -ανεξαρτήτως υποείδους- είναι οι εξής: Αφγανιστάν, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Κίνα (συμπεριλαμβανομένου του Θιβέτ), Ινδία, Ιράν, Καζακστάν, Κιργιστάν, Μογγολία, Πακιστάν, Ρωσία, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν. Στις περισσότερες από αυτές, ιδιαίτερα σε εκείνες με μεγάλη έκταση, το μανούλ βρίσκεται σε μικρούς θύλακες συγκεκριμένων οικοσυστημάτων. Για παράδειγμα, στη Ρωσία βρίσκεται σε μικρές περιοχές των επαρχιών Αλτάι, Μπουριατία, Τσίτα και Τούβα, στην Ινδία στο Γιαμού-Κασμίρ, κ.ο.κ.
Ειδικότερα, η συμπαγέστερη εξάπλωσή του περιλαμβάνει κυρίως τις κεντρικές ασιατικές στέπες της Μογγολίας, της Κίνας και του Θιβέτ. Στη Ρωσία, εμφανίζεται σποραδικά στην Υπερκαυκασία, στις περιοχές κοντά στη Βαϊκάλη και κατά μήκος των συνόρων με το ΒΑ. Καζακστάν. Επίσης, είναι ευρέως κατανεμημένο σε περιοχές των ορεινών ζωνών και τις στέπες στο Κιργιστάν και το Καζακστάν, ενώ οι πληθυσμοί στα νοτιοδυτικά της επικρατείας (την περιοχή της Κασπίας Θάλασσας, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν) μειώνονται πολύ.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, μόνο δύο (2) άτομα είχαν καταγραφεί στην Υπερκαυκασία, συγκεκριμένα κοντά στον ποταμό Araks στο ΒΔ. Ιράν, αλλά δεν υπήρχαν στοιχεία από το Αζερμπαϊτζάν. Οι πληθυσμοί στην περιοχή της Κασπίας Θάλασσας, στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν, θεωρείται ότι μειώνονται και απομονώνονται ολοένα και περισσότερο.
Κατά τα τελευταία χρόνια, αρκετά μανούλ φωτογραφήθηκαν για πρώτη φορά, με τη χρήση φωτογραφικών μηχανών παγίδευσης (trap cameras) (σημ. οι κάμερες αυτές φωτογραφίζουν αυτόματα, μόλις κάποιο κινούμενο αντικείμενο περάσει μπροστά από τον φακό):
Αρ. | Υποείδος | Περιοχή εξάπλωσης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|
1 | Otocolobus manul ferruginea | Νότιες και νοτιοδυτικές περιοχές της κατανομής, οροσειρές Μισάνεφ και Κοπέτ-Νταγ, Τρανσκασπία, ΝΔ. Τουρκεστάν, Β. Ιράν, Βαλουχιστάν, Αφγανιστάν | |
2 | Otocolobus manul manul | Βόρειες περιοχές της κατανομής, από τον ποταμό Τζίντα νότια της Βαϊκάλης, προς Α Σιβηρία | |
3 | Otocolobus manul nigripecta | Θιβέτ και Ινδικό Κασμίρ |
Τα τυπικά ενδιαιτήματα του είδους χαρακτηρίζονται από έντονα ηπειρωτικό κλίμα, δηλαδή ελάχιστες βροχοπτώσεις, χαμηλή υγρασία, και ευρύ φάσμα θερμοκρασιών. Το μανούλ σπανίζει σε περιοχές όπου το μέσο μέγιστο ύψος χιονοκάλυψης δέκα ημερών υπερβαίνει τα 10 εκατοστά, ενώ συνεχής κάλυψη χιονιού από 15-20 εκ. σηματοδοτεί το όριο οικοτόπου για το θηλαστικό. Θεωρείται είδος άρρηκτα συνδεδεμένο με ποώδεις και θαμνώδεις στέπες, ιδιαίτερα εκείνες των μεγάλων υψομέτρων (βλ. Γεωγραφική κατανομή). Μάλιστα, στα υψίπεδα του Θιβέτ, το είδος έχει καταγραφεί μέχρι τα 5.050 μ. Συνήθως απουσιάζει από τις πεδινές λεκάνες και τις ερήμους, αν και μπορεί να διεισδύσει περιστασιακά σε αυτές τις περιοχές μέσω των εποχιακών ποταμών.
Κατά τη διάρκεια μελέτης, πολλά άτομα βρέθηκαν να έχουν ισχυρή συσχέτιση με βραχώδεις, απόκρημνες περιοχές και, σπάνια να απαντούν σε ανοικτά λιβάδια. Αυτό θεωρείται εύλογο, δεδομένου ότι σε ανοικτές περιοχές, τα -μικρά σε μέγεθος- μανούλ είναι πιο ευάλωτα σε θήρευση από συμπατρικά (sympatric) σαρκοφάγα. Άλλη έρευνα που βασίστηκε σε ραδιο-παρακολούθηση στο Καταφύγιο Νταούρσκι της Τσίτα, στη Ρωσία, δείχνει ότι η ετήσια μετακίνηση των υπό παρακολούθηση ατόμων, κυμαίνεται από 5-30 χλμ² (n = 3).
Το μανούλ είναι αιλουροειδές στο μέγεθος, περίπου, μιας οικιακής γάτας, αλλά με πιο «κοντόχοντρο» παρουσιαστικό και πολύ μικρά, τοποθετημένα χαμηλά στο κεφάλι, αυτιά, στοιχείο που έδωσε την ονομασία στο γένος.
Το «στρουμπουλό» σώμα υπερτονίζεται και από τη μεγάλη, πυκνή, βελούδινη γούνα, στο χρώμα της ώχρας, με σκούρες κάθετες μπάρες στον κορμό και τα μπροστινά πόδια. Το χειμερινό «παλτό» του μανούλ είναι πιο γκρίζο και με λιγότερα σχέδια από το καλοκαιρινό. Το πρόσωπό του είναι μικρότερο και πιο «πλακουτσωτό» από εκείνο της οικιακής γάτας. Στο μέτωπο υπάρχουν μικρά σκούρα σημάδια, ενώ η ουρά διαθέτει σαφείς μαύρους δακτυλίους. Τα μάγουλα είναι σταχτόλευκα με μαύρες στενές λουρίδες, οι οποίες κατευθύνονται, πίσω και διαγώνια, από τη γωνία των οφθαλμών προς τη βάση του λαιμού. Το πηγούνι και ο λαιμός είναι, επίσης, υπόλευκα, χρώμα που «αναμιγνύεται» με την γκριζωπή, μεταξένια γούνα της κάτω επιφάνειας του σώματος. Η κάτω γνάθος είναι μικρότερη από εκείνη μιας τυπικής γάτας και έχει λιγότερα δόντια, με το πρώτο ζεύγος των άνω προγομφίων να λείπει, αλλά οι κυνόδοντες είναι μεγάλοι.
Απαλοί, ομόκεντροι λευκό και μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια τονίζει το στρογγυλεμένο σχήμα τους. Οι κόρες των οφθαλμών είναι κυκλικές και όχι κάθετες που, όταν μικραίνουν, γίνονται μικρές σαν τελείες (sic). Τα πόδια της συγκεκριμένης αγριόγατας είναι, αναλογικά, μικρότερα από εκείνα των άλλων συγγενικών γενών και οι γαμψώνυχες, ασυνήθιστα μικροί.
Τα μανούλ τρέφονται κατά μεγάλο ποσοστό με θηλαστικά και πτηνά της πανίδας των κεντροασιατικών περιοχών, στις οποίες ζουν. Τα κυριότερα θηράματα είναι τρωκτικά (Gerbillinae, Cricetidae), λαγόμορφα (Ochotonidae) και ορνιθόμορφα (πέρδικες Alectoris chukar), ενώ σπανιότερα συλλαμβάνονται και μικρές μαρμότες.
Τα μανούλ είναι μοναχικές, νυκτόβιες αγριόγατες. Τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά οριοθετούν με εκκρίσεις την περιοχή τους και μπορούν να περνούν την ημέρα τους μέσα σε σπηλιές, σχισμές βράχων, ή λαγούμια, ενώ βγαίνουν αργά το απόγευμα για να ξεκινήσουν το κυνήγι. Δεν είναι αξιόλογοι δρομείς, γι’ αυτό και κυνηγούν στήνοντας ενέδρα ή με μικρή καταδίωξη, χρησιμοποιώντας τη χαμηλή βλάστηση και το βραχώδες έδαφος για κάλυψη.
Η διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής είναι σχετικά μικρή, λόγω των ακραίων κλιματικών συνθηκών που επικρατούν στις περιοχές των μανούλ. Έτσι, ο οίστρος διαρκεί μόνον 26 με 42 ώρες, περίοδος μικρότερη από ό, τι σε πολλά άλλα αιλουροειδή.
Η γέννα αποτελείται από 2-6 γατάκια μετά από κύηση 66-75 ημερών, συνήθως τον Απρίλιο ή τον Μάιο. Η γέννα θεωρείται, σχετικά, μεγάλη και μπορεί να αντισταθμίσει το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας των νεογνών στο σκληρό κλιματικό περιβάλλον. Τα μικρά γεννιούνται σε προστατευμένες φωλιές, επιστρωμένες με ξερά φυτά, φτερά και γούνα. Τα γατάκια ζυγίζουν περίπου 90 γραμμάρια κατά τη γέννηση και διαθέτουν παχύ στρώμα γούνας, που αντικαθίσταται από εκείνη των ενηλίκων μετά από περίπου δύο μήνες. Είναι σε θέση να αρχίσουν το κυνήγι σε τέσσερις μήνες, και φθάνουν το μέγεθος των ενηλίκων σε έξι μήνες. Τα μανούλ, έχει αναφερθεί ότι, ζουν έως και 11 χρόνια σε αιχμαλωσία.
Η πιο σοβαρές απειλές για το είδος φαίνεται να είναι η μείωση των θηραμάτων του, από τη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων και το κυνήγι. Τα δηλητηριασμένα δολώματα για τον έλεγχο των πίκα και των μαρμοτών, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη κλίμακα στην Κ. Ασία, επειδή τα συγκεκριμένα θηλαστικά θεωρούνται φορείς της βουβωνικής πανώλους, ενώ στη Δ. και Β. Κίνα, θεωρούνται ότι ανταγωνίζονται με τα εγχώρια οικιακά ζώα στη βόσκηση.
Τα ενδιαιτήματα των μανούλ είναι, επίσης, ευρέως υποβαθμισμένα από την εγχώρια κτηνοτροφία και τη γεωργία. Αν και τα ζώα κτηνοτροφίας είχαν μειωθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 στη Ρωσία και πιστεύεται ότι οδήγησαν σε βελτίωση της κατάστασης των πληθυσμών των γατών, τώρα εξαπλώνονται πάλι σε όλους τους τομείς της στέπας -με τη βελτίωση της οικονομίας-, αποτελώντας και πάλι απειλή για αυτές. Οι εξορύξεις μεταλλευμάτων είναι, επίσης, σχετικά αυξημένες στους οικοτόπους των μανούλ στη Ρωσία και σε άλλα μέρη της K. Ασίας. Ειδικά στα νότια, η εξάπλωση του ζώου είναι ακόμη πολύ κατακερματισμένη και υπάρχει υψηλό επίπεδο κινδύνου για την απώλεια πολλών υποπληθυσμών, ιδιαίτερα στην επαρχία της Μπουριατίας (Buryatia).
Το μανούλ είχε, ανέκαθεν, κυνηγηθεί για τη γούνα του σε σχετικά μεγάλους αριθμούς στη Μογγολία, τη Ρωσία και την Κίνα, αν και το διεθνές εμπόριο της γούνας του έχει -θεωρητικά- σταματήσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η Μογγολία είναι το μόνο κράτος της επικράτειας, που επιτρέπει το κυνήγι της αγριόγατας για «οικιακές» χρήσεις. Το σύστημα αδειοδότησης είναι «αποτελεσματικό» και πολλές γούνες έχουν εξαχθεί παράνομα στην Κίνα. Ερευνητές εκτιμούν ότι, υπάρχουν περίπου 1.000 κυνηγοί μανούλ στη Μογγολία. Οι κυνηγοί δικαιούνται να αγοράσουν άδεια κυνηγιού για εξαγωγή τροπαίων και, από τα κέρδη, 70 δολάρια διατίθενται για την κυβέρνηση. Ενώ η Μογγολία δεν έχει -επισήμως-καταγράψει «κρούσματα», οι εξαγωγές του δέρματος των μανούλ έχουν αυξηθεί από το 2000, με 143 να αναφέρεται ότι εξήχθησαν το 2007. Περίπου το 12% των πληθυσμών στη Μογγολία βρίσκεται μέσα σε προστατευόμενες περιοχές, ενώ διαπιστώθηκε ότι κάποιοι βιότοποι του μανούλ στο κέντρο της Μογγολίας, ήταν υποεκπροσωπημένοι σε μια σημαντική προστατευόμενη περιοχή (Nartiin Chuluun Nature Reserve), και ότι το παράνομο κυνήγι μέσα σε αυτήν, ήταν συχνό.
Σε πολλές περιπτώσεις, τα μανούλ πυροβολούνται επειδή εκλαμβάνονται λανθασμένα ως μαρμότες, ενώ παγιδεύονται και σε παγίδες για λύκους και αλεπούδες ή για μαρμότες και λαγούς.
Το λίπος και τα όργανά τους χρησιμοποιούνται ως παραδοσιακό «φάρμακο» στη Μογγολία και τη Ρωσία, ενώ υπάρχουν και απώλειες από κατοικίδιους σκύλους.
Η Μογγολία είναι ίσως το προπύργιο του είδους. Στις στέπες της κεντρικής χώρας, ερευνητές τοποθέτησαν κολάρα παρακολούθησης σε 27 γάτες, και η εκτιμώμενη πυκνότητα του πληθυσμού -με αισιόδοξες προβλέψεις- υπολογίστηκε σε 7,5 +/- 2 άτομα /100 χμ².
Στα υψίπεδα του Θιβέτ, το μανούλ θεωρείται ευρέως διαδεδομένο, αλλά πουθενά δεν είναι κοινό. Θεωρείται σπάνιο και ασυνήθιστο στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την Ινδία και το Ιράν. Έχει εξαφανιστεί από ένα μεγάλο μέρος του πρώην φάσματος, στις περιοχές γύρω από την Κασπία Θάλασσα και την επαρχία Μπαλουχιστάν του Πακιστάν. Οι πληθυσμοί του είναι μικροί και απειλούνται στην Αρμενία, στο Αζερμπαϊτζάν, στην περιοχή Κρασνογιάρσκ της Ρωσίας και στο Τουρκμενιστάν,
Στη Ρωσία, οι περιοχές Τούβα και Τσίτα μπορεί να έχουν τους μεγαλύτερους πληθυσμούς, με εκείνους στις δημοκρατίες Αλτάι και Μπουριατία να ακολουθούν.
i. ^ Ή Felis (βλ. Συστηματική ταξινομική)
ii. ^ Ή Felis manul (βλ. Συστηματική ταξινομική)