Ευρωπαϊκή Ενιαία Αγορά | ||
---|---|---|
| ||
Μπλε: Κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γαλάζιο: Κράτη, μη μέλη της ΕΕ, που συμμετέχουν στην ενιαία αγροά μέσω του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή έχουν διμερείς συμφωνίες με την ΕΕ | ||
Έδρα | Βρυξέλλες | |
Επίσημη γλώσσα | Γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης | |
Μέλη | Κράτη μέλη | |
• Σύνολο | 4.986.038 km2 | |
Πληθυσμός • Εκτίμηση 2021 | 448.350.000 | |
Α.Ε.Π. (PPP) • Ολικό • Κατά κεφαλή | 16,3 τρισεκατομμύρια ευρώ | |
Νόμισμα | Ευρώ (EUR) |
Η Ευρωπαϊκή Ενιαία Αγορά ή Εσωτερική Αγορά ή Κοινή Αγορά είναι μια ενιαία αγορά που περιλαμβάνει τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) καθώς και – με ορισμένες εξαιρέσεις – την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία μέσω της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και την Ελβετία μέσω διμερών συνθηκών. Η ενιαία αγορά επιδιώκει να εγγυηθεί την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, κεφαλαίων, υπηρεσιών και ανθρώπων, γνωστές συλλογικά ως «τέσσερις ελευθερίες».
Ορισμένες υποψήφιες για ένταξη στην ΕΕ χωρες έχουν Συμφωνίες Σταθεροποίησης και Σύνδεσης με την ΕΕ, οι οποίες επιτρέπουν περιορισμένη συμμετοχή σε επιλεγμένους τομείς της Ενιαίας Αγοράς, όπως η Αλβανία, η Βοσνία και Ερζεγοβίνη, το Κόσοβο, το Μαυροβούνιο, η Βόρεια Μακεδονία και η Σερβία . Επιπλέον, μέσω τριών μεμονωμένων συμφωνιών για μια Βαθιά και Συνολική Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου (DCFTA) με την ΕΕ, οι μετασοβιετικές χώρες της Γεωργίας, της Μολδαβίας και της Ουκρανίας έχουν επίσης λάβει περιορισμένη πρόσβαση στην ενιαία αγορά σε επιλεγμένους τομείς. Η Τουρκία έχει πρόσβαση στην ελεύθερη κυκλοφορία ορισμένων εμπορευμάτων μέσω της ένταξής της στην Τελωνειακή Ένωση Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ενιαία Αγορά στις 31 Δεκεμβρίου 2020. Επετεύχθη συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ευθυγράμμιση της Βόρειας Ιρλανδίας με τους κανόνες που διέπουν τη μετακίνηση αγαθών στην Ευρωπαϊκή Ενιαία Αγορά, για τη διατήρηση ανοιχτών συνόρων σε ολόκληρο το νησί της Ιρλανδίας.
Η αγορά έχει ως στόχο να αυξήσει τον ανταγωνισμό, την εξειδίκευση της εργασίας και τις οικονομίες κλίμακας, επιτρέποντας στα αγαθά και τους συντελεστές παραγωγής να μετακινούνται στην περιοχή όπου εκτιμώνται περισσότερο, βελτιώνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα της κατανομής των πόρων. Έχει επίσης σκοπό να προωθήσει την οικονομική ολοκλήρωση με την οποία οι κάποτε χωριστές οικονομίες των κρατών μελών ενσωματώνονται σε μια ενιαία οικονομία σε όλη την ΕΕ. Η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς ως απρόσκοπτης, ενιαίας αγοράς είναι μια συνεχής διαδικασία, με την ολοκλήρωση του κλάδου των υπηρεσιών να εξακολουθεί να περιέχει κενά. Σύμφωνα με μια εκτίμηση του 2019, λόγω της ενιαίας αγοράς το ΑΕΠ των χωρών μελών είναι κατά μέσο όρο 9 τοις εκατό υψηλότερο από ό,τι θα ήταν αν υπήρχαν δασμολογικοί και μη δασμολογικοί περιορισμοί.
Ένας από τους βασικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) κατά την ίδρυσή της το 1957 ήταν η ανάπτυξη μιας κοινής αγοράς που να προσφέρει ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, υπηρεσιών, ανθρώπων και κεφαλαίων. Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων καθιερώθηκε καταρχήν μέσω της τελωνειακής ένωσης μεταξύ των έξι τότε ιδρυτικών κρατών μελών της.
Ωστόσο, η Κοινότητα δυσκολεύτηκε να επιβάλει μια ενιαία αγορά λόγω της απουσίας ισχυρών δομών λήψης αποφάσεων. Λόγω των στάσεων προστατευτισμού, ήταν δύσκολο να αντικατασταθούν τα άυλα εμπόδια με αμοιβαία αναγνωρισμένα πρότυπα και κοινούς κανονισμούς.
Στη δεκαετία του 1980, όταν η οικονομία της ΕΟΚ άρχισε να υστερεί σε σχέση με τον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο, η Βρετανή Πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ έστειλε τον Άρθουρ Κόκφιλντ, βαρόνο Κόκφιλντ, στην τότε Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό τον Ζακ Ντελόρ για να αναλάβει την πρωτοβουλία να προσπαθήσει να επανεκκινήσει την κοινή αγορά. Ο Cockfield έγραψε και δημοσίευσε μια Λευκή Βίβλο το 1985, στην οποία προσδιορίζονται 300 μέτρα που πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου να ολοκληρωθεί μια ενιαία αγορά. Η Λευκή Βίβλος έτυχε θετικής υποδοχής και οδήγησε στην έγκριση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, μιας συνθήκης που αναμόρφωσε τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων της ΕΟΚ και όρισε προθεσμία στις 31 Δεκεμβρίου 1992 για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς. Τελικά, η ενιαία αγορά έγινε πραγματικότητα την 1η Ιανουαρίου 1993.
Η νέα προσέγγιση, που πρωτοστάτησε στην Επιτροπή Ντελόρ, συνδύαζε θετική και αρνητική ολοκλήρωση, βασιζόμενη στην ελάχιστη και όχι στην εξαντλητική εναρμόνιση. Η αρνητική ολοκλήρωση συνίσταται σε απαγορεύσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη που απαγορεύουν τη μεροληπτική συμπεριφορά και άλλες περιοριστικές πρακτικές. Η θετική ολοκλήρωση συνίσταται σε προσέγγιση νόμων και προτύπων. Ιδιαίτερα σημαντική (και αμφιλεγόμενη) από αυτή την άποψη είναι η θέσπιση νομοθεσίας εναρμόνισης βάσει του άρθρου 114 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ ή Συνθήκη της Λισαβόνας).
Η Επιτροπή επικαλείται επίσης τη νομολογία της υπόθεσης Cassis de Dijon του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη όφειλαν να αναγνωρίσουν τα εμπορεύματα τα οποία είχαν παραχθεί νόμιμα σε άλλο κράτος μέλος, εκτός εάν το κράτος μέλος θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον περιορισμό σε επικαλούμενο υποχρεωτική απαίτηση. Η εναρμόνιση θα χρησιμοποιούταν μόνο για να ξεπεραστούν τα εμπόδια που δημιουργούνται από εμπορικούς περιορισμούς που επιβίωσαν της δοκιμής υποχρεωτικών απαιτήσεων Cassis και για να διασφαλιστούν βασικά πρότυπα όπου υπήρχε κίνδυνος κούρσας προς τα κάτω. Έτσι, η εναρμόνιση χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό για να διασφαλιστεί ότι τηρήθηκαν τα βασικά πρότυπα υγείας και ασφάλειας.
Μέχρι το 1992 περίπου το 90% των ζητημάτων είχαν επιλυθεί και την ίδια χρονιά η Συνθήκη του Μάαστριχτ έμελλε να δημιουργήσει μια Οικονομική και Νομισματική Ένωση ως το επόμενο στάδιο ολοκλήρωσης. Οι εργασίες για την ελευθερία παροχής υπηρεσιών διήρκεσαν περισσότερο και ήταν η τελευταία ελευθερία που εφαρμόστηκε, κυρίως μέσω της Οδηγίας για την Απόσπαση Εργαζομένων (που εγκρίθηκε το 1996) και της Οδηγίας για τις Υπηρεσίες στην Εσωτερική Αγορά (που εγκρίθηκε το 2006).
Το 1997 η Συνθήκη του Άμστερνταμ κατάργησε τα φυσικά εμπόδια στην εσωτερική αγορά ενσωματώνοντας τον χώρο Σένγκεν στις αρμοδιότητες της ΕΕ. Η Συμφωνία Σένγκεν εφαρμόζει την κατάργηση των συνοριακών ελέγχων μεταξύ των περισσότερων κρατών μελών, τους κοινούς κανόνες για τις θεωρήσεις και την αστυνομική και δικαστική συνεργασία.
Αυτό το λήμμα ανήκει στη σειρά: Πολιτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
Πύλη Ευρωπαϊκή Ένωση |
Ωστόσο, ακόμη και όταν η Συνθήκη της Λισαβόνας τέθηκε σε ισχύ το 2009, ορισμένοι τομείς που αφορούν τμήματα των τεσσάρων ελευθεριών (ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών) δεν είχαν ακόμη ανοίξει πλήρως. Αυτά, μαζί με περαιτέρω εργασίες για την οικονομική και νομισματική ένωση, θα δουν την ΕΕ να προχωρήσει περαιτέρω σε μια Ευρωπαϊκή Εγχώρια Αγορά (European Home Market).
Οι «τέσσερις ελευθερίες» της ενιαίας αγοράς είναι:
Το φάσμα των «αγαθών» (ή «προϊόντων») που καλύπτεται από τον όρο «ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων» «είναι τόσο ευρύ όσο το φάσμα των υπαρχόντων αγαθών». Τα αγαθά καλύπτονται μόνο εάν έχουν οικονομική αξία, δηλαδή μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα και είναι ικανά να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών. Ως παραδείγματα «αγαθών» σημειώνονται έργα τέχνης, νομίσματα που δεν κυκλοφορούν πλέον και το νερό. Τα ψάρια είναι αγαθά, αλλά μια απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ το 1999 δήλωσε ότι τα αλιευτικά δικαιώματα δεν είναι αγαθά.
Η Τελωνειακή Ένωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταργεί τους τελωνειακούς φραγμούς μεταξύ των κρατών μελών και εφαρμόζει κοινή τελωνειακή πολιτική έναντι των εξωτερικών χωρών, με στόχο «να διασφαλίσει κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού και να αρθούν όλοι οι περιορισμοί φορολογικής φύσης που είναι ικανοί να εμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της Κοινής Αγοράς».
Οι πτυχές του τελωνειακού χώρου της ΕΕ εκτείνονται σε ορισμένα κράτη που δεν είναι μέλη της ΕΕ, όπως η Ανδόρα, το Μονακό, ο Άγιος Μαρίνος και η Τουρκία, στο πλαίσιο ξεχωριστών συμφωνιών με την κάθε χώρα. Το Ηνωμένο Βασίλειο συμφώνησε μια εμπορική συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 24 Δεκεμβρίου 2020, η οποία υπεγράφη από τονπρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον στις 30 Δεκεμβρίου 2020.
Το άρθρο 30 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) απαγορεύει τις συνοριακές εισφορές μεταξύ κρατών μελών τόσο για τα προϊόντα της τελωνειακής ένωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και για τα προϊόντα εκτός EUCU (τρίτης χώρας). Σύμφωνα με το άρθρο 29 της ΣΛΕΕ, οι δασμοί που ισχύουν για τα προϊόντα τρίτων χωρών επιβάλλονται στο σημείο εισόδου της Ευρωπαϊκής Τελωνειακής Ένωσης και, εφόσον βρίσκονται εντός των συνόρων της ΕΕ, τα εμπορεύματα μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα μεταξύ των κρατών μελών.
Με την εφαρμογή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, οι τελωνειακοί έλεγχοι στα σύνορα μεταξύ των κρατών μελών έχουν σε μεγάλο βαθμό εγκαταλειφθεί. Οι φυσικές επιθεωρήσεις στις εισαγωγές και τις εξαγωγές έχουν αντικατασταθεί κυρίως από ελέγχους οικονομικής διαφθοράς και ανάλυσης κινδύνου.
Το άρθρο 30 της ΣΛΕΕ απαγορεύει όχι μόνο τους τελωνειακούς δασμούς αλλά και τις επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος. Το Δικαστήριο της ΕΕ όρισε την «επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος» στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας.
Η επιβάρυνση θεωρείται δασμός εάν είναι ανάλογη με την αξία των εμπορευμάτων. Εάν είναι ανάλογη της ποσότητας, πρόκειται για επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό.
Υπάρχουν τρεις εξαιρέσεις από την απαγόρευση που απαριθμούνται στην υπόθεση 18/87 Επιτροπή κατά Γερμανίας. Η επιβάρυνση δεν είναι τελωνειακός δασμός ή επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος εάν:
Το άρθρο 110 της ΣΛΕΕ ορίζει:
Στην υπόθεση φορολογίας του ρουμιού, το ΔΕΕ δήλωσε ότι:
Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτυγχάνεται με την Τελωνειακή Ένωση και την αρχή της μη διάκρισης. Η ΕΕ διαχειρίζεται τις εισαγωγές από τρίτα κράτη, οι δασμοί μεταξύ των κρατών μελών απαγορεύονται και οι εισαγωγές κυκλοφορούν ελεύθερα. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 34 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «Οι ποσοτικοί περιορισμοί στις εισαγωγές και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών». Στην υπόθεση Procureur du Roi κατά Dassonville το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτός ο κανόνας σήμαινε ότι όλοι οι «εμπορικοί κανόνες» που «θέσπίζονται από τα κράτη μέλη» που θα μπορούσαν να εμποδίσουν το εμπόριο «άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά» θα εμπίπτουν στο άρθρο 34. Αυτό σήμαινε ότι ένας βελγικός νόμος που απαιτεί από τις εισαγωγές σκοτσέζικο ουίσκι να διαθέτουν πιστοποιητικό προέλευσης ήταν μη πίθανο να είναι νόμιμος. Έφερε διακρίσεις σε βάρος των παράλληλων εισαγωγέων όπως ο κ. Dassonville, ο οποίος δεν μπορούσε να λάβουν πιστοποιητικό από τις αρχές στη Γαλλία, όπου αγόρασαν το σκοτσέζικο ουίσκι.
Αυτή η "ευρεία δοκιμή", για να προσδιοριστεί ποιος θα μπορούσε να είναι ένας δυνητικά παράνομος περιορισμός στο εμπόριο, ισχύει εξίσου για ενέργειες οιονεί κυβερνητικών φορέων, όπως η πρώην εταιρεία "Buy Irish" που είχε κυβερνητικές συνδέσεις. Σημαίνει επίσης ότι τα κράτη μπορούν να είναι υπεύθυνα για ιδιωτικούς φορείς. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας, Γάλλοι αγρότες διαρκώς σαμποτάραν αποστολές ισπανικών φραουλών, ακόμη και βελγικές εισαγωγές τομάτας. Η Γαλλία ήταν υπεύθυνη για αυτά τα εμπόδια στο εμπόριο επειδή οι αρχές «απείχαν φανερά και επίμονα» να αποτρέψουν τη δολιοφθορά. Σε γενικές γραμμές, εάν ένα κράτος μέλος έχει νόμους ή πρακτικές που εισάγουν άμεσα διακρίσεις κατά των εισαγωγών (ή των εξαγωγών σύμφωνα με το άρθρο 35 της ΣΛΕΕ), τότε πρέπει να αιτιολογείται βάσει του άρθρου 36, το οποίο περιγράφει όλες τις δικαιολογημένες περιπτώσεις. Οι δικαιολογίες περιλαμβάνουν δημόσια ηθική, πολιτική ή ασφάλεια, προστασία της υγείας και της ζωής ανθρώπων, ζώων ή φυτών, εθνικούς θησαυρούς καλλιτεχνικής, ιστορικής ή αρχαιολογικής αξίας και βιομηχανική και εμπορική ιδιοκτησία. Επιπλέον, αν και δεν αναφέρεται σαφώς, η προστασία του περιβάλλοντος μπορεί να δικαιολογήσει τους περιορισμούς στο εμπόριο ως επιτακτική απαίτηση που απορρέει από το άρθρο 11 της ΣΛΕΕ Η υπόθεση Eyssen κατά Κάτω Χωρών από το 1981 σκιαγράφησε μια διαφωνία μεταξύ της επιστημονικής κοινότητας και της ολλανδικής κυβέρνησης κατά πόσον η νιασίνη στο τυρί αποτελούσε δημόσιο κίνδυνο. Δεδομένου ότι ο δημόσιος κίνδυνος εμπίπτει στο άρθρο 36, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να επιβληθεί ποσοτικός περιορισμός, δικαιολογούσε τον περιορισμό των εισαγωγών κατά της εταιρείας τυριών Eyssen από την ολλανδική κυβέρνηση.
Γενικότερα, αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ότι τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να έχουν προτεραιότητα έναντι όλων των εμπορικών κανόνων. Έτσι, στην υπόθεση Schmidberger κατά Αυστρίας το Δικαστήριο έκρινε ότι η Αυστρία δεν παραβίασε το άρθρο 34 παραλείποντας να απαγορεύσει μια διαμαρτυρία που εμπόδιζε τη μεγάλη κυκλοφορία που διέρχεται πάνω από τον αυτοκινητόδρομο A13, Brenner Autobahn προς την Ιταλία. Παρά το γεγονός ότι πολλές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της γερμανικής επιχείρησης κ Schmidberger του, εμποδίστηκαν από το να πραγματοποιήσουν εμπορικές συναλλαγές, το Δικαστήριο υποστήριξε ότι η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι είναι ένα από τα «βασικά θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας», κατά την οποία έπρεπε να εξισορροπηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, και ήταν πιθανώς υποδεέστερος. Εάν ένα κράτος μέλος όντως προσφύγει στην αιτιολόγηση του άρθρου 36, τα μέτρα που λαμβάνει πρέπει να εφαρμόζονται αναλογικά . Αυτό σημαίνει ότι ο κανόνας πρέπει να επιδιώκει ένα νόμιμο στόχο και (1) να είναι κατάλληλος για την επίτευξη του στόχου, (2) να είναι απαραίτητος, έτσι ώστε ένα λιγότερο περιοριστικό μέτρο να μην μπορεί να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα και (3) να είναι εύλογο για την εξισορρόπηση των συμφερόντων ελεύθερου εμπορίου με συμφέροντα στο άρθρο 36.
Συχνά οι κανόνες ισχύουν για όλα τα αγαθά αδιακρίτως, αλλά μπορεί να έχουν μεγαλύτερη πρακτική επίδραση στις εισαγωγές από τα εγχώρια προϊόντα. Για τέτοια «έμμεσα» μέτρα που εισάγουν διακρίσεις (ή «αδιακρίτως εφαρμοστέα») το Δικαστήριο έχει αναπτύξει περισσότερες αιτιολογήσεις: είτε αυτές του άρθρου 36, είτε πρόσθετες «υποχρεωτικές» ή «επιτακτικές» απαιτήσεις όπως η προστασία των καταναλωτών, η βελτίωση των προτύπων εργασίας, προστασία του περιβάλλοντος, ποικιλομορφία τύπου, δικαιοσύνη στο εμπόριο, και άλλα: οι κατηγορίες δεν είναι κλειστές. Στην πιο διάσημη υπόθεση Rewe-Zentral AG κατά Bundesmonopol für Branntwein, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ένας γερμανικός νόμος που απαιτεί όλα τα οινοπνευματώδη και τα λικέρ (όχι μόνο τα εισαγόμενα) να έχουν ελάχιστη περιεκτικότητα σε αλκοόλ 25 τοις εκατό ήταν αντίθετη με άρθρο 34 της ΣΛΕΕ, γιατί είχε μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στις εισαγωγές. Τα γερμανικά λικέρ ήταν περισσότερο από 25 τοις εκατό αλκοόλ, αλλά το Cassis de Dijon, το οποίο η Rewe-Zentrale AG ήθελε να εισάγει από τη Γαλλία, είχε μόνο 15 έως 20 τοις εκατό αλκοόλ. Το Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της γερμανικής κυβέρνησης ότι το μέτρο προστάτευε αναλογικά τη δημόσια υγεία σύμφωνα με το άρθρο 36 της ΣΛΕΕ επειδή ήταν διαθέσιμα πιο ισχυρά ποτά και η επαρκής επισήμανση θα ήταν αρκετή για να κατανοήσουν οι καταναλωτές τι αγόρασαν. Αυτός ο κανόνας ισχύει κυρίως για απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο ή τη συσκευασία ενός προϊόντος. Στην υπόθεση Walter Rau Lebensmittelwerke κατά De Smedt PVBΑ το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ένας βελγικός νόμος που απαιτεί όλη η μαργαρίνη να βρίσκεται σε συσκευασίες σε σχήμα κύβου παραβιάζει το άρθρο 34 και δεν δικαιολογείται από την επιδίωξη προστασίας του καταναλωτή. Το επιχείρημα ότι οι Βέλγοι θα πίστευαν ότι ήταν βούτυρο εάν δεν ήταν σε σχήμα κύβου ήταν δυσανάλογο: «θα υπερέβαινε σημαντικά τις απαιτήσεις του αντικειμένου που εξετάζουν» και η επισήμανση θα προστατεύει τους καταναλωτές «εξίσου αποτελεσματικά». Σε μια υπόθεση του 2003, Επιτροπή κατά Ιταλίας , ιταλική νομοθεσία απαιτούσε ότι τα προϊόντα κακάο που περιείχαν άλλα φυτικά λίπη δεν θα μπορούσαν να επισημαίνονται ως "σοκολάτα". Έπρεπε να είναι «υποκατάστατο σοκολάτας». Όλη η ιταλική σοκολάτα παρασκευαζόταν μόνο από βούτυρο κακάο, αλλά Βρετανοί, Δανοί και Ιρλανδοί κατασκευαστές χρησιμοποιούσαν άλλα φυτικά λίπη. Ισχυρίστηκαν ότι ο νόμος παραβίαζε το άρθρο 34. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η χαμηλή περιεκτικότητα σε φυτικό λίπος δεν δικαιολογεί την ετικέτα "υποκατάστατο σοκολάτας". Αυτό ήταν υποτιμητικό στα μάτια των καταναλωτών. Μια «ουδέτερη και αντικειμενική δήλωση» ήταν αρκετή για να προστατεύσει τους καταναλωτές. Εάν τα κράτη μέλη θέτουν σημαντικά εμπόδια στη χρήση ενός προϊόντος, αυτό μπορεί επίσης να παραβιάσει το άρθρο 34. Έτσι, σε μια υπόθεση του 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένας ιταλικός νόμος που απαγορεύει τις μοτοσικλέτες ή τα μοτοποδήλατα να έλκουν ρυμουλκούμενα παραβιάζει το άρθρο 34. Και πάλι, ο νόμος ίσχυε αδιακρίτως για όλους, αλλά επηρέασε δυσανάλογα τους εισαγωγείς, επειδή οι ιταλικές εταιρείες δεν κατασκεύαζαν ρυμουλκούμενα. Αυτό δεν ήταν απαίτηση προϊόντος, αλλά το Δικαστήριο υποστήριξε ότι η απαγόρευση θα απέτρεπε τους ανθρώπους από το να το αγοράσουν: θα είχε "σημαντική επιρροή στη συμπεριφορά των καταναλωτών" που "επηρεάζει την πρόσβαση αυτού του προϊόντος στην αγορά". Θα απαιτούσε αιτιολόγηση βάσει του άρθρου 36 ή ως υποχρεωτική απαίτηση.
Σε αντίθεση με τις απαιτήσεις προϊόντων ή άλλους νόμους που εμποδίζουν την πρόσβαση στην αγορά, το Δικαστήριο ανέπτυξε ένα τεκμήριο ότι οι «ρυθμίσεις πώλησης» θα θεωρούνταν ότι δεν εμπίπτουν στο άρθρο 34 της ΣΛΕΕ, εάν ίσχυαν εξίσου για όλους τους πωλητές και τους επηρεάζονταν στο ίδιο τρόπο μάλιστα. Στην υπόθεση Keck and Mithouard δύο εισαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι η δίωξή τους βάσει του γαλλικού νόμου περί ανταγωνισμού, που τους εμπόδιζε να πωλούν την μπύρα Picon σε τιμή χονδρικής, ήταν παράνομη. Ο στόχος του νόμου ήταν να αποτραπεί ο έντονος ανταγωνισμός και όχι να παρεμποδιστεί το εμπόριο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, "όπως στο νόμο έτσι και στην πραγματικότητα" ήταν ένας εξίσου εφαρμόσιμος "διακανονισμός πώλησης" (όχι κάτι που μεταβάλλει το περιεχόμενο ενός προϊόντος ) ήταν εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 34, και επομένως δεν χρειαζόταν να δικαιολογηθεί. Οι συμφωνίες πώλησης μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν άνισο αποτέλεσμα «στην πραγματικότητα», ιδίως όταν έμποροι από άλλο κράτος μέλος επιδιώκουν να εισέλθουν στην αγορά, αλλά υπάρχουν περιορισμοί στη διαφήμιση και το μάρκετινγκ. Στην υπόθεση Konsumentombudsmannen κατά De Agostini το Δικαστήριο εξέτασε τις σουηδικές απαγορεύσεις διαφήμισης σε παιδιά κάτω των 12 ετών και τις παραπλανητικές διαφημίσεις για προϊόντα περιποίησης δέρματος. Ενώ οι απαγορεύσεις παρέμειναν (δικαιολογημένες βάσει του άρθρου 36 ή ως υποχρεωτική απαίτηση), το Δικαστήριο τόνισε ότι οι πλήρεις απαγορεύσεις μάρκετινγκ θα μπορούσαν να είναι δυσανάλογες εάν η διαφήμιση ήταν «η μόνη αποτελεσματική μορφή προώθησης που θα επέτρεπε να διεισδύσει» στην αγορά. Στην υπόθεση Konsumentombudsmannen κατά Gourmet AB το Δικαστήριο πρότεινε ότι η πλήρης απαγόρευση της διαφήμισης αλκοόλ στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τα περιοδικά θα μπορούσε να εμπίπτει στο άρθρο 34, όπου η διαφήμιση ήταν ο μόνος τρόπος για τους πωλητές να ξεπεράσουν τις «παραδοσιακές κοινωνικές πρακτικές των καταναλωτών και τις τοπικές συνήθειες και έθιμα» να αγοράζουν τα προϊόντα τους, αλλά και πάλι τα εθνικά δικαστήρια θα αποφάσιζαν εάν δικαιολογείται βάσει του άρθρου 36 η προστασία της δημόσιας υγείας. Σύμφωνα με την Οδηγία για τις Αθέμιτες Εμπορικές Πρακτικές, η ΕΕ εναρμόνισε τους περιορισμούς στους περιορισμούς στο μάρκετινγκ και τη διαφήμιση, για να απαγορεύσει τη συμπεριφορά που στρεβλώνει τη συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή, είναι παραπλανητική ή επιθετική, και παραθέτει μια λίστα παραδειγμάτων που θεωρούνται άδικα. Όλο και περισσότερο, τα κράτη πρέπει να αναγνωρίζουν αμοιβαία τα κανονιστικά πρότυπα του άλλου, ενώ η ΕΕ έχει προσπαθήσει να εναρμονίσει τα ελάχιστα ιδανικά της βέλτιστης πρακτικής. Η προσπάθεια να βελτιωθούν τα πρότυπα ελπίζεται ότι θα αποφύγει μια ρυθμιστική κούρσα προς τα κάτω, επιτρέποντας παράλληλα στους καταναλωτές πρόσβαση σε αγαθά από όλη την ήπειρο.
Η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων θεωρούταν παραδοσιακά ως η τέταρτη ελευθερία, μετά τα αγαθά, τους εργαζόμενους και τα πρόσωπα, τις υπηρεσίες και την εγκατάσταση. Η αρχική Συνθήκη της Ρώμης απαιτούσε να αρθούν οι περιορισμοί στις ελεύθερες ροές κεφαλαίων μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητος για την κοινή αγορά. Από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, (νυν άρθρο 63 της ΣΛΕΕ), «απαγορεύονται όλοι οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών». Αυτό σημαίνει ότι απαγορεύονται οι έλεγχοι κεφαλαίων διαφόρων ειδών, συμπεριλαμβανομένων των ορίων στην αγορά συναλλάγματος, των ορίων για την αγορά μετοχών ή χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας ή απαιτήσεων κυβερνητικής έγκρισης για ξένες επενδύσεις. Αντίθετα, η φορολόγηση του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένου του εταιρικού φόρου, του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών και του φόρου χρηματοοικονομικών συναλλαγών, δεν επηρεάζεται, εφόσον δεν κάνουν διακρίσεις βάσει εθνικότητας. Σύμφωνα με την Οδηγία για την Κίνηση Κεφαλαίων του 1988, Παράρτημα Ι, καλύπτονται 13 κατηγορίες κεφαλαίων που πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα. Στην υπόθεση Baars κατά Inspecteur der Belastingen Particulieren, το Δικαστήριο έκρινε ότι για τις επενδύσεις σε εταιρείες, εφαρμόζονταν οι κανόνες κεφαλαίου και όχι οι κανόνες περί ελευθερίας εγκατάστασης, εάν μια επένδυση δεν επέτρεπε "σίγουρη επιρροή" μέσω της ψήφου των μετόχων ή άλλων δικαιωμάτων από τον επενδυτή. Στην υπόθεση εκείνη, ο ολλανδικός νόμος περί φόρου περιουσίας του 1964 απαλλάσσει αδικαιολόγητα τις ολλανδικές επενδύσεις, αλλά όχι τις επενδύσεις του κ. Baars σε μια ιρλανδική εταιρεία, από τον φόρο: ο φόρος περιουσίας ή οι απαλλαγές έπρεπε να εφαρμόζονται εξίσου. Από την άλλη πλευρά, το άρθρο 65 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ δεν εμποδίζει τους φόρους που διακρίνουν τους φορολογούμενους με βάση την κατοικία τους ή την τοποθεσία μιας επένδυσης (καθώς οι φόροι συνήθως επικεντρώνονται στην πραγματική πηγή κέρδους ενός ατόμου) ή τυχόν μέτρα για την πρόληψη της φοροδιαφυγής. Εκτός από τις φορολογικές υποθέσεις, σε μεγάλο βαθμό μετά από τις απόψεις του γενικού εισαγγελέα Maduro, μια σειρά υποθέσεων έκρινε ότι οι χρυσές μετοχές που ανήκαν στην κυβέρνηση ήταν παράνομες. Στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι ο γερμανικός νόμος Volkswagen του 1960 παραβίαζε το άρθρο 63, καθώς η παράγραφος 2(1) περιόριζε κάθε μέρος που είχε δικαιώματα ψήφου που υπερέβαιναν το 20% της εταιρείας και η παράγραφος 4(3) επέτρεπε μειοψηφία 20% των μετοχών να κρατείται από την Κυβέρνηση της Κάτω Σαξονίας για να μπλοκάρει οποιεσδήποτε αποφάσεις. Αν και αυτό δεν αποτελούσε εμπόδιο για την πραγματική αγορά μετοχών ή τη λήψη μερισμάτων από οποιονδήποτε μέτοχο, το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου συμφώνησε ότι ήταν δυσανάλογο για τον δεδηλωμένο στόχο της κυβέρνησης να προστατεύσει τους εργαζόμενους ή τους μειοψηφούντες μετόχους. Ομοίως, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Πορτογαλία παραβίασε την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων διατηρώντας χρυσές μετοχές στην Portugal Telecom που επέτρεψαν δυσανάλογα δικαιώματα ψήφου, δημιουργώντας «αποτρεπτικό αποτέλεσμα στις επενδύσεις χαρτοφυλακίου» και μειώνοντας την «ελκυστικότητα μιας επένδυσης». Αυτό υποδηλώνει την προτίμηση του Δικαστηρίου ότι μια κυβέρνηση, εάν επιδιώκει δημόσια ιδιοκτησία ή έλεγχο, θα πρέπει να εθνικοποιεί πλήρως το επιθυμητό ποσοστό μιας εταιρείας σύμφωνα με το άρθρο 345 της ΣΛΕΕ.
Κεφάλαια εντός της ΕΕ μπορούν να μεταφερθούν σε οποιοδήποτε ποσό από τη μια χώρα στην άλλη (εκτός από την περίοδο 2015-2019 που η Ελλάδα είχε ελέγχους κεφαλαίων που περιόριζαν τις εκροές και η Κύπρος που επέβαλε ελέγχους κεφαλαίων μεταξύ 2013 και Απριλίου 2015). Όλες οι μεταφορές εντός ΕΕ σε ευρώ θεωρούνται ως εγχώριες πληρωμές και επιβαρύνουν το αντίστοιχο κόστος μεταφοράς εσωτερικού. Αυτό περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, ακόμη και εκείνα εκτός της ευρωζώνης, εφόσον οι συναλλαγές πραγματοποιούνται σε ευρώ. Η χρέωση της πιστωτικής/χρεωστικής κάρτας και οι αναλήψεις από ATM εντός της Ευρωζώνης χρεώνονται επίσης ως εγχώριες. Ωστόσο, οι έντυπες εντολές πληρωμής, όπως οι επιταγές, δεν έχουν τυποποιηθεί, επομένως εξακολουθούν να είναι εγχώριες. Η ΕΚΤ έχει επίσης δημιουργήσει ένα σύστημα εκκαθάρισης, το TARGET, για μεγάλες συναλλαγές σε ευρώ.
Το τελευταίο στάδιο της εντελώς ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων θεωρήθηκε ότι απαιτούσε μια ενιαία νομισματική και νομισματική πολιτική, εξαλείφοντας το κόστος των συναλλαγών και τις διακυμάνσεις της ανταλλαγής νομισμάτων. Μετά από μια Έκθεση της Επιτροπής Ντελόρ το 1988, η Συνθήκη του Μάαστριχτ κατέστησε την οικονομική και νομισματική ένωση στόχο, πρώτα με την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, δεύτερον με τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών για το συντονισμό της κοινής νομισματικής πολιτικής, και τρίτον με το κλείδωμα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και την εισαγωγή ενός ενιαίου νομίσματος, του ευρώ. Σήμερα, 19 κράτη μέλη έχουν υιοθετήσει το ευρώ, ενώ 9 κράτη μέλη είτε αποφάσισαν να εξαιρεθούν είτε η ένταξή τους έχει καθυστερήσει, ιδιαίτερα μετά την κρίση στην ευρωζώνη. Σύμφωνα με τα άρθρα 119 και 127 της ΣΛΕΕ, στόχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και άλλων κεντρικών τραπεζών πρέπει να είναι η σταθερότητα των τιμών . Αυτό έχει επικριθεί ότι είναι προφανώς ανώτερο από τον στόχο της πλήρους απασχόλησης στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο πλαίσιο του Επενδυτικού Σχεδίου για την Ευρώπη, για μια στενότερη ολοκλήρωση των κεφαλαιαγορών, το 2015, η Επιτροπή ενέκρινε το σχέδιο δράσης για την οικοδόμηση μιας Ενωσης Κεφαλαιαγορών (CMU) που καθορίζει έναν κατάλογο βασικών μέτρων για την επίτευξη μιας πραγματικής ενιαίας αγοράς για τα κεφάλαια στην Ευρώπη, η οποία εμβαθύνει την υπάρχουσα Τραπεζική Ένωση, επειδή περιστρέφεται γύρω από μη διαμεσολαβημένες, βασισμένες στην αγορά μορφές χρηματοδότησης, οι οποίες θα πρέπει να αντιπροσωπεύουν μια εναλλακτική λύση στο παραδοσιακά κυρίαρχο (στην Ευρώπη) κανάλι χρηματοδότησης που βασίζεται στις τράπεζες. Το πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο της ΕΕ απαιτεί ισχυρές και ανταγωνιστικές κεφαλαιαγορές για τη χρηματοδότηση της οικονομίας της ΕΕ. Το έργο CMU είναι ένα πολιτικό μήνυμα για την ενίσχυση της Ενιαίας Αγοράς ως έργο και των τότε 28 κρατών μελών, αντί μόνο των χωρών της Ευρωζώνης, και έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα στο Ηνωμένο Βασίλειο να παραμείνει ενεργό μέρος της ΕΕ, πριν από το Brexit.
Εκτός από τη δημιουργία δικαιωμάτων για τους «εργαζομένους» που γενικά στερούνται διαπραγματευτικής ισχύος στην αγορά, η Συνθήκη της Λισαβόνας προστατεύει επίσης την «ελευθερία εγκατάστασης» στο άρθρο 49 και την «ελευθερία παροχής υπηρεσιών» στο άρθρο 56.
Στην υπόθεση Gebhard κατά Consiglio dell'Ordine degli Avvocati e Procuratori di Milano το Δικαστήριο έκρινε ότι το να είσαι «εγκατεστημένος (σε κάποια περιοχή)» σημαίνει να συμμετέχεις στην οικονομική ζωή «σε σταθερή και συνεχή βάση», ενώ η παροχή «υπηρεσιών» σημαίνει την άσκηση δραστηριότητας περισσότερο «σε προσωρινή βάση». Αυτό σήμαινε ότι ένας δικηγόρος από τη Στουτγκάρδη, ο οποίος είχε ιδρύσει επιμελητήριο στο Μιλάνο και τιμωρήθηκε από το Δικηγορικό Συμβούλιο του Μιλάνου επειδή δεν είχε εγγραφεί, θα έπρεπε να διεκδικήσει παραβίαση της ελευθερίας εγκατάστασης και όχι της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Ωστόσο, οι απαιτήσεις για εγγραφή στο Μιλάνο πριν από την άσκηση του επαγγέλματος θα επιτρέπονταν εάν δεν εισάγουν διακρίσεις, «δικαιολογούνται από επιτακτικές απαιτήσεις γενικού συμφέροντος» και εφαρμόζονται αναλογικά. Όλα τα άτομα ή οι οντότητες που ασκούν οικονομική δραστηριότητα, ιδιαίτερα οι αυτοαπασχολούμενοι, ή «επιχειρήσεις», όπως εταιρείες ή επιχειρήσεις, έχουν δικαίωμα να ιδρύσουν μια επιχείρηση χωρίς αδικαιολόγητους περιορισμούς. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο μια κυβέρνηση κράτους μέλους όσο και ένας ιδιωτικός συμβαλλόμενος μπορεί να εμποδίσουν την ελευθερία εγκατάστασης επομένως το άρθρο 49 έχει τόσο «κάθετο» όσο και «οριζόντιο» άμεσο αποτέλεσμα. Στην υπόθεση Reyners κατά Βελγίου το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση να γίνει δεκτός ένας δικηγόρος στο βελγικό δικηγορικό σύλλογο επειδή δεν είχε βελγική ιθαγένεια ήταν αδικαιολόγητη. Το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ λέει ότι τα κράτη εξαιρούνται από την παραβίαση της ελευθερίας εγκατάστασης άλλων όταν ασκούν «επίσημη εξουσία», αλλά αυτό έκανε το έργο του συνηγόρου (σε αντίθεση με το δικαστήριο) να μην είναι επίσημο. Αντίθετα στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση για τους δικηγόρους στην Ιταλία να συμμορφώνονται με τα ανώτατα τιμολόγια εκτός εάν υπήρχε συμφωνία με πελάτη δεν αποτελούσε περιορισμό. Το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου έκρινε ότι η επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι αυτό είχε ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό της εισόδου των επαγγελματιών στην αγορά. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως παραβίαση της ελευθερίας εγκατάστασης που έπρεπε να δικαιολογηθεί.
Όσον αφορά τις εταιρείες, το Δικαστήριο έκρινε στην υπόθεση R (Daily Mail and General Trust plc) κατά HM Treasury ότι τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να περιορίσουν μια εταιρεία που μεταφέρει την έδρα της, χωρίς να παραβιάζει το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ. Αυτό σήμαινε ότι η μητρική εταιρεία της εφημερίδας Daily Mail δεν θα μπορούσε να φοροδιαφύγει μεταφέροντας την κατοικία της στην Ολλανδία χωρίς πρώτα να τακτοποιήσει τους φορολογικούς της λογαριασμούς στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το ΗΒ δεν χρειαζόταν να αιτιολογήσει τη δράση του, καθώς οι κανόνες για τις θέσεις των εταιρειών δεν είχαν ακόμη εναρμονιστεί. Αντίθετα, στην υπόθεση Centros Ltd κατά Erhversus-og Selkabssyrelsen, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης του Ηνωμένου Βασιλείου που δραστηριοποιείται στη Δανία δεν μπορούσε να υποχρεωθεί να συμμορφωθεί με τους κανόνες ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου της Δανίας. Η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου απαιτούσε μόνο 1 λίρα κεφαλαίου για να ιδρύσει μια εταιρεία, ενώ ο νομοθέτης της Δανίας θεώρησε ότι οι εταιρείες θα έπρεπε να ιδρύονται μόνο εάν διέθεταν 200.000 κορώνες Δανίας (περίπου 27.000 ευρώ) για την προστασία των πιστωτών σε περίπτωση που η εταιρεία απέτυχε και καταστεί αφερέγγυα . Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο νόμος περί ελάχιστου κεφαλαίου της Δανίας παραβίαζε την ελευθερία εγκατάστασης της Centros Ltd και δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί, επειδή μια εταιρεία στο Ηνωμένο Βασίλειο μπορούσε βεβαίως να παρέχει υπηρεσίες στη Δανία χωρίς να είναι εγκατεστημένη εκεί και ότι υπήρχαν λιγότερο περιοριστικά μέσα για την επίτευξη του στόχου προστασία των πιστωτών. Αυτή η προσέγγιση επικρίθηκε πως δυνητικά ανοίγει την ΕΕ σε αδικαιολόγητο ρυθμιστικό ανταγωνισμό και μια κούρσα προς τα κάτω στα πρότυπα, όπως στις ΗΠΑ όπου η πολιτεία του Ντέλαγουερ προσελκύει τις περισσότερες εταιρείες και συχνά υποστηρίζεται ότι έχει τα χειρότερα πρότυπα λογοδοσίας των διοικητικών συμβουλίων, και ως αποτέλεσμα χαμηλών εταιρικών φόρων. Ομοίως, στην υπόθεση Überseering BV κατά Nordic Construction GmbH, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα γερμανικό δικαστήριο δεν μπορούσε να αρνηθεί σε μια ολλανδική οικοδομική εταιρεία το δικαίωμα να εκτελέσει μια σύμβαση στη Γερμανία με τη βάση ότι δεν είχε εγκύρως συσταθεί στη Γερμανία. Μολονότι οι περιορισμοί στην ελευθερία εγκατάστασης θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν από την προστασία των πιστωτών, τα εργασιακά δικαιώματα συμμετοχής στην εργασία ή το δημόσιο συμφέρον για είσπραξη φόρων, η άρνηση της ικανότητας πήγε πολύ μακριά: ήταν μια «απόλυτη άρνηση» του δικαιώματος εγκατάστασης. Ωστόσο, στην υπόθεση Cartesio Oktató és Szolgáltató bt, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε εκ νέου ότι, επειδή οι εταιρείες δημιουργούνται βάσει νόμου, υπόκεινται κατ' αρχήν σε οποιουσδήποτε κανόνες σύστασης που επιθυμεί να επιβάλει ένα κράτος σύστασης. Αυτό σήμαινε ότι οι ουγγρικές αρχές θα μπορούσαν να αποτρέψουν μια εταιρεία από το να μεταφέρει την κεντρική της διοίκηση στην Ιταλία όσο ακόμη λειτουργούσε και είχε συσταθεί στην Ουγγαρία. Έτσι, το Δικαστήριο κάνει διάκριση μεταξύ του δικαιώματος εγκατάστασης για ξένες εταιρείες (όπου οι περιορισμοί πρέπει να δικαιολογούνται) και του δικαιώματος του κράτους να καθορίζει τους όρους για τις εταιρείες που έχουν συσταθεί στην επικράτειά του, αν και δεν είναι απολύτως σαφές γιατί.
Η "ελευθερία παροχής υπηρεσιών" σύμφωνα με το άρθρο 56 της ΣΛΕΕ ισχύει για άτομα που παρέχουν υπηρεσίες "με αμοιβή", ιδίως εμπορική ή επαγγελματική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Van Binsbergen κατά Bestuur van de Bedrijfvereniging voor de Metaalnijverheid, ένας Ολλανδός δικηγόρος μετακόμισε στο Βέλγιο ενώ συμβούλευε έναν πελάτη σε μια υπόθεση κοινωνικής ασφάλισης και του είπαν ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει επειδή η ολλανδική νομοθεσία έλεγε ότι μόνο άτομα εγκατεστημένα στην Ολλανδία μπορούσαν να δώσουν νομικά συμβουλή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ελευθερία παροχής υπηρεσιών εφαρμοζόταν, ήταν άμεσα αποτελεσματική και ο κανόνας ήταν μάλλον αδικαιολόγητος: η ύπαρξη διεύθυνσης στο κράτος μέλος θα αρκούσε για την επιδίωξη του θεμιτού στόχου της χρηστής απονομής δικαιοσύνης.
Η νομολογία αναφέρει ότι οι διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις όπου η υπηρεσία, ο πάροχος υπηρεσιών και άλλα σχετικά γεγονότα περιορίζονται σε ένα μόνο κράτος μέλος. Μια πρώιμη οδηγία του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1971 περιλάμβανε συμβάσεις έργων στο πεδίο εφαρμογής των υπηρεσιών και προέβλεπε την κατάργηση των περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών όσον αφορά τις συμβάσεις δημοσίων έργων.
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι η δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 56, επειδή συνήθως τη χρηματοδοτεί το κράτος, αν και την τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν την χρηματοδοτεί. Η υγειονομική περίθαλψη γενικά μετράει ως υπηρεσία. Στην υπόθεση Geraets-Smits κατά Stichting Ziekenfonds , η κ. Geraets-Smits ισχυρίστηκε ότι θα έπρεπε να της επιστραφεί ποσό από την ολλανδική κοινωνική ασφάλιση για τα έξοδα θεραπείας στη Γερμανία. Οι ολλανδικές υγειονομικές αρχές θεώρησαν τη θεραπεία ως περιττή, επομένως η ενάγουσα υποστήριξε ότι αυτό περιόριζε την ελευθερία (της γερμανικής κλινικής υγείας) να παρέχει υπηρεσίες. Πολλές κυβερνήσεις υποστήριξαν ότι οι νοσοκομειακές υπηρεσίες δεν πρέπει να θεωρούνται οικονομικές και δεν πρέπει να εμπίπτουν στο άρθρο 56. Αλλά το Δικαστήριο έκρινε ότι η υγειονομική περίθαλψη ήταν μια «υπηρεσία» παρόλο που η κυβέρνηση (και όχι ο αποδέκτης της υπηρεσίας) πλήρωνε για την υπηρεσία. Οι εθνικές αρχές θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν να αρνηθούν να αποζημιώσουν τους ασθενείς για ιατρικές υπηρεσίες στο εξωτερικό, εάν η υγειονομική περίθαλψη που έλαβαν στο σπίτι ήταν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και ακολουθούσε τη «διεθνή ιατρική επιστήμη» στην οποία οι θεραπείες θεωρούνταν κανονικές και απαραίτητες. Το Δικαστήριο απαιτεί οι ατομικές περιστάσεις ενός ασθενούς να δικαιολογούν τις λίστες αναμονής, και αυτό ισχύει επίσης στο πλαίσιο της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας του ΗΒ. Εκτός από τις δημόσιες υπηρεσίες, ένας άλλος ευαίσθητος τομέας υπηρεσιών είναι αυτές που χαρακτηρίζονται ως παράνομες. Στην υπόθεση Josemans κατά Burgemeester van Maastricht κρίθηκε ότι ο κανονισμός της Ολλανδίας για την κατανάλωση κάνναβης, συμπεριλαμβανομένων των απαγορεύσεων από ορισμένους δήμους να πωλούν σε τουρίστες (αλλά όχι σε μόνιμους κατοίκους της Ολλανδίας) σε coffee shops, ήταν εντελώς εκτός του άρθρου 56. Το Δικαστήριο υποστήριξε ότι τα ναρκωτικά ελέγχονταν σε όλα τα κράτη μέλη και έτσι αυτό διέφερε από άλλες περιπτώσεις όπου η πορνεία ή άλλη οιονεί νόμιμη δραστηριότητα υπόκειτο σε περιορισμό.
Εάν μια δραστηριότητα εμπίπτει πράγματι στο άρθρο 56, ένας περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 52 ή των επιτακτικών απαιτήσεων που έχει θεσπίσει το Δικαστήριο. Στην υπόθεση Alpine Investments BV κατά Υπουργού van Financiën μια επιχείρηση που πουλούσε συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης εμπορευμάτων (με τη Merrill Lynch και μια άλλη τραπεζική εταιρεία) προσπάθησε να αμφισβητήσει έναν ολλανδικό νόμο που απαγόρευε τους πελάτες ψυχρής κλήσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ολλανδική απαγόρευση επιδίωκε θεμιτό στόχο να αποτρέψει «ανεπιθύμητες εξελίξεις στις συναλλαγές τίτλων», συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του καταναλωτή από επιθετικές τακτικές πωλήσεων, διατηρώντας έτσι την εμπιστοσύνη στις ολλανδικές αγορές. Στην Omega Spielhallen GmbH κατά Βόννης μια επιχείρηση «laserdrome» απαγορεύτηκε από το συμβούλιο της Βόννης. Αγόρασε υπηρεσίες πλαστών όπλων λέιζερ από μια βρετανική εταιρεία που ονομαζόταν Pulsar Ltd, αλλά οι κάτοικοι είχαν διαμαρτυρηθεί για την ψυχαγωγία «που έπαίζε με τον κίνθυνο του θανάτου». Το Δικαστήριο έκρινε ότι η γερμανική συνταγματική αξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στην οποία στηρίχτηκε η απαγόρευση, μετρούσε ως δικαιολογημένο περιορισμό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Στην υπόθεση Liga Portuguesa de Futebol κατά Santa Casa da Misericórdia de Lisboa, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το κρατικό μονοπώλιο στα τυχερά παιχνίδια και μια ποινή για μια εταιρεία του Γιβραλτάρ που είχε πουλήσει υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών στο διαδίκτυο δικαιολογούνταν για την πρόληψη της απάτης και του τζόγου όπου οι απόψεις των ανθρώπων ήταν εξαιρετικά αποκλίνουσες. Η απαγόρευση ήταν ανάλογη καθώς αυτός ήταν ένας κατάλληλος και απαραίτητος τρόπος για την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων απάτης που προκύπτουν μέσω του διαδικτύου. Στην Οδηγία για τις Υπηρεσίες κωδικοποιήθηκε μια ομάδα αιτιολογήσεων στο άρθρο 16 που έχει αναπτύξει η νομολογία.
Τον Μάιο του 2015, η Επιτροπή Γιούνκερ ανακοίνωσε ένα σχέδιο για την αντιστροφή του κατακερματισμού των διαδικτυακών αγορών και άλλων διαδικτυακών υπηρεσιών με τη δημιουργία μιας Ενιαίας Ψηφιακής Αγοράς που θα καλύπτει ψηφιακές υπηρεσίες και αγαθά από το ηλεκτρονικό εμπόριο έως τις τιμές παράδοσης δεμάτων, ενιαίους κανόνες τηλεπικοινωνιών και πνευματικών δικαιωμάτων.
Η ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων σημαίνει ότι οι πολίτες της ΕΕ μπορούν να μετακινούνται ελεύθερα μεταξύ των κρατών μελών για οποιονδήποτε λόγο (ή χωρίς κανένα λόγο) και μπορούν να διαμένουν σε οποιοδήποτε κράτος μέλος επιλέξουν εάν δεν επιβαρύνουν αδικαιολόγητα το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας ή τη δημόσια ασφάλεια στην επιλογή τους κράτος μέλος. Η ελεύθερη μετακίνηση αφορά στην ελευθερία εγκατάστασης και κυκλοφορίας σε μια χώρα για έναν άνθρωπο με την ιδιότητα του Ευρωπαϊου πολίτη. Πολλές φορές συγχέεται λανθασμένα με την ελεύθερη διέλευση μεταξύ χωρών που παρέχει ο Χώρος Σένγκεν.
Η ελευθερία κυκλοφορίας απαιτούσε μείωση των διοικητικών διατυπώσεων και μεγαλύτερη αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων άλλων κρατώ. Η προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ανθρώπων αποτελεί μείζονα στόχο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από τη δεκαετία του 1950.
Σε γενικές γραμμές, αυτή η ελευθερία επιτρέπει στους πολίτες Ευρωπαίους πολίτες και να μην υφίστανται διακρίσεις.
Η κύρια διάταξη της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων είναι το άρθρο 45 της ΣΛΕΕ, το οποίο απαγορεύει τους περιορισμούς βάσει ιθαγένειας.
Από την ίδρυσή της, οι Συνθήκες προσπάθησαν να επιτρέψουν στους ανθρώπους να επιδιώξουν τους στόχους της ζωής τους σε οποιαδήποτε χώρα μέσω της ελεύθερης κυκλοφορίας Αντικατοπτρίζοντας την οικονομική φύση του έργου, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα επικεντρώθηκε αρχικά στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων: ως «συντελεστή παραγωγής». Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1970, αυτή η εστίαση μετατοπίστηκε προς την ανάπτυξη μιας πιο «κοινωνικής» Ευρώπης. Η ελεύθερη κυκλοφορία βασιζόταν ολοένα και περισσότερο στην «ιθαγένεια», έτσι ώστε οι άνθρωποι είχαν δικαιώματα να ενδυναμωθούν να γίνουν οικονομικά και κοινωνικά δραστήριοι, παρά η οικονομική δραστηριότητα να αποτελεί προϋπόθεση για τα δικαιώματα. Αυτό σημαίνει ότι τα βασικά «εργατικά» δικαιώματα στο άρθρο 45 της ΣΛΕΕ λειτουργούν ως ειδική έκφραση των γενικών δικαιωμάτων των πολιτών στα άρθρα 18 έως 21 της ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με το Δικαστήριο της ΕΕ «εργαζόμενος» είναι οποιοσδήποτε είναι οικονομικά ενεργός, που περιλαμβάνει όλους όσους βρίσκονται σε σχέση εργασίας, «υπό τη εποπτεία άλλου προσώπου» έναντι «αμοιβής». Μια δουλειά, ωστόσο, δεν χρειάζεται να πληρώνεται σε χρήματα για να προστατεύεται κάποιος ως εργαζόμενος. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Steymann κατά Staatssecretaris van Justitie, ένας Γερμανός διεκδίκησε το δικαίωμα διαμονής στην Ολλανδία, ενώ προσφέρθηκε εθελοντικά σε υδραυλικά και οικιακά καθήκοντα στην κοινότητα Bhagwan, η οποία κάλυπτε τις υλικές ανάγκες όλων, ανεξάρτητα από τις συνεισφορές τους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κ. Steymann είχε δικαίωμα διαμονής, εφόσον υπήρχε τουλάχιστον ένα «έμμεσο ποσό» για την εργασία που έκανε. Το καθεστώς «εργαζομένου» σημαίνει προστασία έναντι όλων των μορφών διακρίσεων από τις κυβερνήσεις και τους εργοδότες, όσον αφορά στην πρόσβαση σε εργασιακά, φορολογικά και δικαιώματα κοινωνικής ασφάλισης. Αντίθετα, ένας πολίτης, ο οποίος είναι "κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους" ( άρθρο 20 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ), έχει δικαιώματα να αναζητήσει εργασία, να ψηφίσει στις τοπικές και στις ευρωπαϊκές εκλογές, αλλά πιο περιορισμένα δικαιώματα για αξίωση κοινωνικής ασφάλισης. Στην πράξη, η ελεύθερη κυκλοφορία έχει γίνει πολιτικά αμφιλεγόμενη καθώς τα εθνικιστικά πολιτικά κόμματα φαίνεται να έχουν χρησιμοποιήσει τις ανησυχίες τους σχετικά με τους μετανάστες που παίρνουν θέσεις εργασίας και επιδόματα.
Τα άρθρα 1 έως 7 του Κανονισμού για την Ελεύθερη Κυκλοφορία των Εργαζομένων ορίζουν τις κύριες διατάξεις για την ίση μεταχείριση των εργαζομένων. Πρώτον, τα άρθρα 1 έως 4 απαιτούν γενικά ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να αναλάβουν εργασία, να συνάψουν συμβάσεις και να μην υφίστανται διακρίσεις σε σύγκριση με τους υπηκόους του κράτους μέλους. Σε μια περίφημη περίπτωση, την υπόθεση Βελγική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου εναντίον Μποσμάν, ένας Βέλγος ποδοσφαιριστής ονόματι Ζαν-Μαρκ Μποσμάν ισχυρίστηκε ότι θα έπρεπε να μπορεί να μεταγραφεί από την RFC de Liège στην USL Dunkerque όταν τελειώσει το συμβόλαιό του, ανεξάρτητα από το αν η Ντουνκέρκη είχε την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει στη Λιέγη τα συνήθη τέλη μεταφοράς. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «οι κανόνες μεταβίβασης αποτελούν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία» και ήταν παράνομοι εκτός εάν μπορούσαν να δικαιολογηθούν για το δημόσιο συμφέρον, αλλά αυτό ήταν απίθανο. Στην υπόθεση Groener κατά Υπουργού Παιδείας το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η απαίτηση να μιλάς γαελικά για να διδάξεις σε κολέγιο σχεδιασμού του Δουβλίνου θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ως μέρος της δημόσιας πολιτικής για την προώθηση της ιρλανδικής γλώσσας, αλλά μόνο εάν το μέτρο δεν ήταν δυσανάλογο . Αντίθετα στην υπόθεση Angonese κατά Cassa di Risparmio di Bolzano SpA μια τράπεζα στο Μπολτσάνο της Ιταλίας δεν επετράπη να απαιτήσει από τον κ. Angonese να έχει δίγλωσσο πιστοποιητικό που θα μπορούσε να αποκτηθεί μόνο στο Μπολτσάνο. Το Δικαστήριο, δίνοντας «οριζόντια» άμεση ισχύ στο άρθρο 45 της ΣΛΕΕ, σκέφτηκε ότι άτομα από άλλες χώρες θα είχαν λίγες πιθανότητες να αποκτήσουν το πιστοποιητικό και επειδή ήταν «αδύνατο να υποβληθεί απόδειξη για τις απαιτούμενες γλωσσικές γνώσεις με οποιοδήποτε άλλο μέσο», το μέτρο ήταν δυσανάλογο. Δεύτερον, το άρθρο 7 παράγραφος 2 απαιτεί ίση μεταχείριση όσον αφορά στη φορολογία. Στην υπόθεση Finanzamt Köln Altstadt κατά Schumacker το Δικαστήριο έκρινε ότι παραβίαζε το άρθρο 45 της ΣΛΕΕ να αρνηθεί φορολογικά οφέλη (π.χ. για παντρεμένα ζευγάρια και κρατήσεις δαπανών κοινωνικής ασφάλισης) σε άνδρα που εργαζόταν στη Γερμανία, αλλά διέμενε στο Βέλγιο όταν άλλοι Γερμανοί κάτοικοι έλαβαν τα προνόμια. Αντίθετα, στην υπόθεση Weigel κατά Finanzlandesdirektion für Vorarlberg, το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του κ. Weigel ότι μια χρέωση επαναταξινόμησης κατά την μεταφορά του αυτοκινήτου του στην Αυστρία παραβίαζε το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία. Μολονότι ο φόρος ήταν "πιθανόν να έχει αρνητική επίπτωση στην απόφαση των μεταναστών εργαζομένων να ασκήσουν το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία", επειδή η επιβάρυνση ίσχυε εξίσου για τους Αυστριακούς, ελλείψει σχετικής νομοθεσίας της ΕΕ έπρεπε να θεωρηθεί δικαιολογημένη. Τρίτον, τα άτομα πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης όσον αφορά τα «κοινωνικά πλεονεκτήματα», αν και το Δικαστήριο έχει εγκρίνει περιόδους καταλληλότητας για κατοικία. Στην υπόθεση Hendrix v Employee Insurance Institute, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Ολλανδός υπήκοος δεν δικαιούταν να συνεχίσει να λαμβάνει επιδόματα ανικανότητας όταν μετακόμισε στο Βέλγιο, επειδή το επίδομα ήταν «στενά συνδεδεμένο με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση» των Κάτω Χωρών. Αντίθετα, στην υπόθεση Geven κατά Land Nordrhein-Westfalen το Δικαστήριο έκρινε ότι μια Ολλανδή που ζούσε στις Κάτω Χώρες, αλλά εργαζόταν μεταξύ 3 και 14 ωρών την εβδομάδα στη Γερμανία, δεν είχε δικαίωμα να λάβει γερμανικά επιδόματα τέκνων, ακόμη αν και η υποθετική σύζυγος ενός άνδρα που εργαζόταν με πλήρες ωράριο στη Γερμανία αλλά διέμενε στην Αυστρία μπορούσε. Οι γενικές δικαιολογίες για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας στο άρθρο 45 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ είναι "δημόσια τάξη, δημόσια ασφάλεια ή δημόσια υγεία", και υπάρχει επίσης μια γενική εξαίρεση στο άρθρο 45 παράγραφος 4 για "απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία".
Για τους εργαζόμενους που δεν είναι πολίτες της Ένωσης αλλά απασχολούνται σε ένα κράτος μέλος με άδεια εργασίας, δεν υπάρχει η ίδια ελευθερία κινήσεων εντός της Ένωσης. Πρέπει να υποβάλουν αίτηση για νέα άδεια εργασίας εάν θέλουν να εργαστούν σε διαφορετικό κράτος μέλος. Ένας μηχανισμός διευκόλυνσης αυτής της διαδικασίας είναι η βίζα Van Der Elst, η οποία παρέχει ευκολότερους κανόνες σε περίπτωση που ένας εργαζόμενος μη πολίτης της ΕΕ που βρίσκεται ήδη σε ένα κράτος της ΕΕ πρέπει να σταλεί σε άλλο, για τον ίδιο εργοδότη, λόγω σύμβασης παροχής υπηρεσιών που ο εργοδότης έκανε με πελάτη σε αυτή την άλλη κατάσταση.
Πέρα από το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στην εργασία, η ΕΕ επιδιώκει ολοένα και περισσότερο να εγγυηθεί τα δικαιώματα των πολιτών και τα δικαιώματα απλώς και μόνο ως άνθρωπος. Ωστόσο, παρόλο που το Δικαστήριο δήλωσε ότι «η ιθαγένεια προορίζεται να είναι το θεμελιώδες καθεστώς των υπηκόων των κρατών μελών», εξακολουθεί να υπάρχει πολιτική συζήτηση σχετικά με το ποιος πρέπει να έχει πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες και συστήματα πρόνοιας που χρηματοδοτούνται από τη φορολογία. Το 2008, μόλις 8 εκατομμύρια άνθρωποι από τους 500 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (1,7 τοις εκατό) είχαν πράγματι ασκήσει δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας, η συντριπτική τους πλειονότητα εργαζόμενοι. Σύμφωνα με το άρθρο 20 της ΣΛΕΕ, η ιθαγένεια της ΕΕ πηγάζει από την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους. Το άρθρο 21 παρέχει γενικά δικαιώματα στην ελεύθερη κυκλοφορία στην ΕΕ και στην ελεύθερη διαμονή εντός των ορίων που ορίζει η νομοθεσία. Αυτό ισχύει για τους πολίτες και τα στενά μέλη της οικογένειάς του. Αυτό ενεργοποιεί τέσσερις κύριες ομάδες δικαιωμάτων: (1) εισόδου, αναχώρησης και επιστροφής, χωρίς αδικαιολόγητους περιορισμούς, (2) διαμονής, χωρίς να γίνεται αδικαιολόγητο βάρος για την κοινωνική πρόνοια, (3) ψήφος στις τοπικές και ευρωπαϊκές εκλογές και ( 4) δικαίωμα ίσης μεταχείρισης με τους υπηκόους του κράτους υποδοχής, αλλά για κοινωνική πρόνοια μόνο μετά από 3 μήνες διαμονής.
Πρώτον, το άρθρο 4 της Οδηγίας για τα Δικαιώματα των Πολιτών του 2004 λέει ότι κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να αναχωρήσει από ένα κράτος μέλος με έγκυρο διαβατήριο ή δελτίο ταυτότητας. Αυτό έχει ιστορική σημασία για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όταν η Σοβιετική Ένωση και το Τείχος του Βερολίνου αρνούνταν στους πολίτες την ελευθερία να φύγουν. Το άρθρο 5 παρέχει σε κάθε πολίτη δικαίωμα εισόδου, με την επιφύλαξη των ελέγχων στα εθνικά σύνορα. Οι χώρες της ζώνης Σένγκεν (στην οποία δεν ανήκουν 5 κράτη μέλη της ΕΕ, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Ρουμανία) έχουν καταργήσει εντελώς την ανάγκη επίδειξης ταξιδιωτικών εγγράφων και τις αστυνομικές έρευνες στα σύνορα. Αυτά αντικατοπτρίζουν τη γενική αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας στο άρθρο 21 της ΣΛΕΕ. Δεύτερον, το άρθρο 6 επιτρέπει σε κάθε πολίτη να μείνει τρεις μήνες σε άλλο κράτος μέλος, είτε είναι οικονομικά ενεργό είτε όχι. Το άρθρο 7 επιτρέπει διαμονές άνω των τριών μηνών με αποδεικτικά στοιχεία ότι ο πολίτης έχει "επαρκείς πόρους... που να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας". Τα άρθρα 16 και 17 δίνουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής μετά από 5 χρόνια χωρίς όρους. Τρίτον, το άρθρο 10 παράγραφος 3 της ΣΕΕ απαιτεί το δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογικές στους δήμους και στις περιφέρειες και για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όπου κι αν ζει ένας πολίτης.
Τέταρτον, και πιο πολυσυζητημένο, το άρθρο 24 απαιτεί ότι όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μένει ένας πολίτης της ΕΕ σε κράτος υποδοχής, τόσο περισσότερα δικαιώματα έχει για πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες και υπηρεσίες πρόνοιας, βάσει της αρχής τηςίσης μεταχείρισης . Αυτό αντικατοπτρίζει τις γενικές αρχές της ίσης μεταχείρισης και της ιθαγένειας στα άρθρα 18 και 20 της ΣΛΕΕ. Σε μια απλή υπόθεση, στην υπόθεση Sala κατά Freistaat Bayern, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια Ισπανίδα που ζούσε στη Γερμανία για 25 χρόνια και είχε ένα μωρό είχε δικαίωμα διατροφής παιδιών, χωρίς να χρειάζεται άδεια διαμονής, επειδή οι Γερμανοί δεν χρειάζονται μια άδεια διαμονής. Στην υπόθεση Trojani v Center public d'aide sociale de Bruxelles, ένας Γάλλος που έζησε στο Βέλγιο για δύο χρόνια δικαιούταν το επίδομα «minimex» από το κράτος για έναν κατώτατο μισθό διαβίωσης. Στην υπόθεση Grzelczyk v Centre Public d'Aide Sociale d'Ottignes-Louvain-la-Neuve ένας Γάλλος φοιτητής, ο οποίος ζούσε στο Βέλγιο για τρία χρόνια, δικαιούταν να λάβει την εισοδηματική υποστήριξη «minimex» για το τέταρτο έτος σπουδών του. Ομοίως, στην υπόθεση R (Bidar) κατά London Borough of Ealing, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν νόμιμο να απαιτείται από έναν Γάλλο φοιτητή οικονομικών του UCL να έχει ζήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο για τρία χρόνια πριν λάβει φοιτητικό δάνειο, αλλά όχι ότι έπρεπε να έχει «καθεστώς εγκατάστασης». Ομοίως, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Αυστρίας, η Αυστρία δεν είχε το δικαίωμα να περιορίσει τις πανεπιστημιακές της θέσεις σε Αυστριακούς φοιτητές για να αποφύγει «διαρθρωτικά προβλήματα, προβλήματα προσωπικού και οικονομικά» εάν (κυρίως Γερμανοί) αλλοδαποί φοιτητές υποβάλουν αίτηση, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε πραγματικό πρόβλημα. Ωστόσο, στην υπόθεση Dano κατά Jobcenter Leipzig, το Δικαστήριο έκρινε ότι η γερμανική κυβέρνηση είχε το δικαίωμα να αρνηθεί τη διατροφή του παιδιού σε μια Ρουμάνα μητέρα που ζούσε στη Γερμανία για 3 χρόνια, αλλά δεν είχε εργαστεί ποτέ. Επειδή έζησε στη Γερμανία για περισσότερους από 3 μήνες, αλλά κάτω των 5 ετών, έπρεπε να αποδείξει «επαρκείς πόρους», καθώς το Δικαστήριο θεώρησε ότι το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης στο άρθρο 24 εντός αυτού του χρονικού διαστήματος εξαρτιόταν από τη νόμιμη διαμονή σύμφωνα με το άρθρο 7.
Εντός του Χώρου Σένγκεν, 23 από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ (εξαιρουμένης της Βουλγαρίας, της Κύπρου, της Ιρλανδίας και της Ρουμανίας) και τα 4 μέλη της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (Ισλανδία, Λιχτενστάιν, Νορβηγία και Ελβετία) έχουν καταργήσει τα φυσικά εμπόδια στην ενιαία αγορά, καταργώντας τους συνοριακούς ελέγχους. Το 2015, περιορισμένοι έλεγχοι επιβλήθηκαν εκ νέου προσωρινά σε ορισμένα εσωτερικά σύνορα ως απάντηση στη μεταναστευτική κρίση. Τον Νοέμβριο του 2017, το γερμανικό Υπουργείο Εσωτερικών αποφάσισε να υποβάλει τις πτήσεις από την Ελλάδα σε προχωρημένους ελέγχους, αποσυρόμενη προσωρινά από την κοινή επεξεργασία δεδομένων του χώρου Σένγκεν επικαλούμενο το άρθρο 25 της Συμφωνίας Σένγκεν.
Η νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις και οι οδηγίες που βασίζονται σε «ένα σύνολο βασικών προτύπων για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων που απορρέουν άμεσα από τους κανόνες και τις αρχές της Συνθήκης ΕΚ», σχετικά με τις τέσσερις ελευθερίες, απαιτούν ίση μεταχείριση, Η μη διάκριση, η αμοιβαία αναγνώριση, η αναλογικότητα και η διαφάνεια πρέπει να διατηρηθούν κατά την αγορά αγαθών και υπηρεσιών για φορείς του δημόσιου τομέα της ΕΕ.
Μόνο τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ αποτελούν πλήρη μέλη της ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς, ενώ σε πολλές άλλες χώρες και εδάφη έχουν χορηγηθεί διάφοροι βαθμοί συμμετοχής. Η ενιαία αγορά συμπεριλαμβάνει, με κάποιες εξαιρέσεις, την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία μέσω της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ). Μέλος με εξαιρέσεις είναι και η Ελβετία μέσω διμερών συμφωνιών με την ΕΕ και όχι μέσω του ΕΟΧ. Οι εξαιρέσεις, όπου αυτά τα κράτη της ΕΖΕΣ δεν δεσμεύονται από το δίκαιο της ΕΕ, είναι:
Η Ελβετία, μέλος της ΕΖΕΣ αλλά όχι του ΕΟΧ, συμμετέχει στην Ενιαία Αγορά με ορισμένες εξαιρέσεις, όπως ορίζονται από τις σχέσεις Ελβετίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης .
Τα 5 από τα 6 κράτη των Δυτικών Βαλκανίων (Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Σερβία) είναι επίσημα υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ (το Κόσοβο είναι εν δυνάμει υποψήφιο). Και οι 6 χώρες έχουν συνάψει η καθεμιά ξεχωριστά Σύμφωνα Σταθερότητας και Σύνδεσης με την ΕΕ. Μέσω των Συμφώνων διαθέτουν «ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για να έρθουν πιο κοντά στην ΕΕ και να προετοιμαστούν για τη μελλοντική συμμετοχή (τους) στην ενιαία αγορά».
Η Τουρκία συμμετέχει στην Τελωνειακή Ένωση Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας από το 1995, γεγονός που της επιτρέπει να συμμετέχει μερικώς στην ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών (εκτός του γεωργικού τομέα ή των υπηρεσιών, ούτε των ανθρώπων) με την ΕΕ.
Μέσω της συμφωνίας για τη Βαθειά και Συνολική Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (DCFTA), δόθηκε πρόσβαση σε τρεις μετασοβιετικές χώρες, τη Γεωργία, τη Μολδαβία και την Ουκρανία στις «τέσσερις ελευθερίες» της ενιαίας αγοράς της ΕΕ: ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων, και ανθρώπους. Ωστόσο, η μετακίνηση των ατόμων γίνεται με τη μορφή καθεστώτος χωρίς βίζα για ταξίδια σύντομης διαμονής, ενώ η μετακίνηση εργαζομένων παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών της ΕΕ . Η DCFTA είναι ένα «παράδειγμα ένταξης ενός μη μέλους του ΕΟΧ στην ενιαία αγορά της ΕΕ». . Από το 2022, Ουκρανία και Μολδαβία είναι επίσημες υποψήφιες χώρες προς ένταξη στην ΕΕ, ενώ η Γεωργία εν δυνάμει υποψήφια.
Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση στα τέλη Ιανουαρίου 2020 και αποχώρησε από την ενιαία αγορά τον Δεκέμβριο του 2020. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας αποχώρησης του Brexit, η Βόρεια Ιρλανδία παραμένει ευθυγραμμισμένη με την Ευρωπαϊκή Ενιαία Αγορά με περιορισμένο τρόπο για να διατηρήσει ανοιχτά σύνορα στο νησί της Ιρλανδίας, όπως διέπεται από το πρωτόκολλο Ιρλανδίας/Βόρειας Ιρλανδίας . Αυτό περιλαμβάνει νομοθεσία για υγειονομικά και φυτοϋγειονομικά πρότυπα για κτηνιατρικούς ελέγχους, κανόνες για τη γεωργική παραγωγή/εμπορία, τον ΦΠΑ και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης για τα αγαθά και τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Εισάγει επίσης ορισμένους ελέγχους στη ροή εμπορευμάτων προς τη Βόρεια Ιρλανδία από το νησί της Μεγάλης Βρετανίας
Σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας Αποχώρησης, η Συνέλευση της Βόρειας Ιρλανδίας έχει την εξουσία με απλή πλειοψηφία να εξέλθει από τις ρυθμίσεις του πρωτοκόλλου. Σε περίπτωση που δεν δοθεί η συγκατάθεση, οι ρυθμίσεις θα παύσουν να ισχύουν μετά από δύο χρόνια. Η Μικτή Επιτροπή θα υποβάλει εναλλακτικές προτάσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ για την αποφυγή σκληρών συνόρων στο νησί της Ιρλανδίας.
Από το 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στοχεύει στη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς ενέργειας και για μια κοινή αγορά την αμυντική βιομηχανία.
Στις 2 Μαΐου 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε μια δέσμη μέτρων που αποσκοπούν στη βελτίωση της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς εντός της ΕΕ:
Η Νέα Χανσεατική Ένωση είναι ένας πολιτικός όμιλος οικονομικώς ομοϊδεατών κρατών της Βόρειας Ευρώπης, που ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 2018, που πιέζει για μια πιο ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή ενιαία αγορά, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών.
|